Ο φόβος ενός νέου «μαύρου κύκνου», δηλαδή της επίδρασης τυχαίων και απροσδόκηπων γεγονότων με μεγάλο αντίκτυπο, επισκιάζει τις αγορές και απειλεί την παγκόσμια Οικονομία, με αφορμή τη νέα κρίση μεταξύ Ισραήλ-Ιράν. Η ανησυχία εντείνεται ακόμη περισσότερο καθώς το νέο μέτωπο στη Μέση Ανατολή βρίσκει τις χρηματιστηριακές αγορές κοντά στα ιστορικά υψηλά τους, αυξάνοντας περαιτέρω και την μεταβλητότητα.
Το μεγάλο ερώτημα και καθοριστικό για την επίδραση στην παγκόσμια Οικονομία είναι το χρονοδιάγραμμα, η έκταση και το είδος της όποιας συνέχειας υπάρξει στην αντιπαράθεση Ισραήλ – Ιράν και ευρύτερα στη Μέση Ανατολή.
Μια γενικευμένη σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν πιθανότατα θα οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές της ενέργειας, κάτι που με τη σειρά του θα ωθήσει τις κεντρικές τράπεζες να αυστηροποιήσουν τη νομισματική πολιτική για τον έλεγχο του πληθωρισμού, βλάπτοντας την ανάπτυξη. Σύμφωνα με το ΔΝΤ μια αύξηση 15% στις παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου, λόγω μιας πιθανής ευρύτερης σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή, μαζί με το υψηλότερο κόστος μεταφοράς για την αποφυγή επιθέσεων στην Ερυθρά Θάλασσα, πιθανότατα θα αύξανε τον παγκόσμιο πληθωρισμό κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες.
Μια ευρύτερη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε να διαταράξει έως και το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου και περίπου το 15% της παραγωγής φυσικού αερίου.
Πάντως κατά τον οίκο αξιολόγησης Scope, μια πλήρους κλίμακας σύγκρουση στη Μέση Ανατολή είναι απίθανη, αλλά οποιαδήποτε περαιτέρω κλιμάκωση των εντάσεων θα είχε σημαντικές αρνητικές συνέπειες για τις αγορές εμπορευμάτων και τον πληθωρισμό, θα προκαλούσε διαταραχές των ναυτιλιακών δρομολογίων και θα έκθετε σε κίνδυνο τις χρηματοπιστωτικές αγορές, επιβεβαιώνοντας τις γεωπολιτικές εξελίξεις ως βασική πιστωτική πρόκληση, παγκοσμίως.
Οι αγορές πάντως έχουν αντιδράσει σχετικά ψύχραιμα μέχρι στιγμής, προεξοφλώντας την μη κλιμάκωση των εχθροπραξιών. Η υποχώρηση του Πετρελαίου και η μικρή αύξηση του Δολαρίου, δεν δείχνουν πραγματική ανησυχία. Μόνο η άνοδος του Χρυσού κοντά στα $2400 είναι ισχυρή, αλλά έχει ξεκινήσει πολύ πριν από το συμβάν στο Ισραήλ.
Σκηνικό μεταβλητότητας στα χρηματιστήρια
Η νέα κρίση βρήκε τις χρηματιστηριακές αγορές κοντά στα ιστορικά υψηλά τους και αυτό αυξάνει την ανησυχία και την μεταβλητότητα για μια πιο βαθιά διόρθωση, ως συνέπεια της καθυστέρησης μείωσης των υψηλών επιτοκίων, των χαμηλών προσδοκιών για ανάπτυξη, αλλά και του φόβου που δημιουργούν οι αλλεπάλληλες γεωπολιτικές κρίσεις .
Το επικείμενο χτύπημα του Ισραήλ πρέπει να θεωρείται βέβαιο και το ερώτημα έγκειται μόνο στο μέγεθος της ανταπόδοσης.Συνεπώς η μεταβλητότητα θα έχει συνέχεια στις χρηματιστηριακές αγορές.
Υψηλή μεταβλητότητα υπήρξε και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, το οποίο, την Τρίτη, υποχώρησε σε χαμηλό 2 ,5 μηνών, για να ανακάμψει στις επόμενες συνεδριάσεις.
Πάντως όπως επισημαίνει η Beta Sec , έχει αποδειχθεί ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων που οι αγορές βρέθηκαν υπό την πίεση γεωπολιτικών εντάσεων, η μακροχρόνια πορεία των μετοχών δεν επηρεάστηκε. Στην πραγματικότητα τα γεγονότα «έσβησαν» μέσα σε ένα διάστημα ενός ή δύο μηνών και οι αγορές επέστρεψαν στα προ-έντασης επίπεδα.
«Αναταράξεις» στην αγορά πετρελαίου
Μετά το επεισόδιο μεταξύ Ιράν- Ισραήλ οι αναλυτές «έβλεπαν» κίνηση προς τα 100 δολάρια, ενώ λίγο πριν το νέο πολεμικό σκηνικό, το Brent σημείωσε ράλι πάνω από τα 92 δολάρια το βαρέλι. Στη συνέχεια η πορεία των τιμών του πετρελαίου είναι πτωτική με τις αγορές πετρελαίου να έχουν τιμολογήσει την παρατεταμένη ένταση και τον αυξημένο γεωπολιτικό κίνδυνο. Η Goldman Sachs τονίζει ότι το τρέχον επίπεδο Brent ήδη ενσωματώνει γεωπολιτικό ασφάλιστρο κινδύνου 5-10 δολ.
Στις αρχές της εβδομάδος στην αγορά κυκλοφορούσαν εκτιμήσεις- τρόμου για την πορεία του «μαύρου χρυσού». Τον κίνδυνο να ξεπεράσει τα 140 δολάρια το βαρέλι σημειώνουν οι αναλυτές της Societe Generale. Η Citigroup βλέπει πιθανή μία τιμή πάνω από τα τα 100 δολάρια το βαρέλι.
Ένας λόγος για ηρεμία στην αγορά πετρελαίου είναι η τάση ορισμένων μελών του ΟPEC+ για αύξηση των ποσοστώσεων στην παραγωγή.
Πάντως μία ευρύτερη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε να διαταράξει έως και το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου και περίπου το 15% της παραγωγής φυσικού αερίου.
«Ευνοείται» ο χρυσός
Οι γεωπολιτικές εντάσεις βοήθησαν τις τιμές του χρυσού να κρατηθούν κοντά στα ιστορικά υψηλά επίπεδα όπου σκαρφάλωσαν την προηγούμενη εβδομάδα, αφού σε περιόδους έντασης ο χρυσός θεωρείται πάντοτε ένα ασφαλές καταφύγιο για τους επενδυτές. Η γεωπολιτική αβεβαιότητα συνεχίζει να προσφέρει στήριξη στον χρυσό και εάν υπάρξει κάποια κλιμάκωση της κατάστασης.
Οι αναλυτές της JP Morgan “βλέπουν” την τιμή του χρυσού στα 2.500 δολάρια ανά ουγκιά, ενώ οι αναλυτές της Citi εμφανίζονται πιο αισιόδοξοι και τοποθετούν την τιμή του χρυσού στα 3.000 δολάρια η ουγκιά τους επομένους 12 με 18 μήνες. Σημειώνεται ότι η τιμή του χρυσού “άγγιξε” ρεκόρ στα 2.431,29 δολάρια την Παρασκευή.
«Φρένο» στη μείωση των επιτοκίων
Το νέο παγκόσμιο σκηνικό που διαμορφώνεται είναι πιθανόν να φρενάρει την μείωση των επιτοκίων.
Οι Κεντρικές Τράπεζες, αναγνωρίζοντας τις γεωπολιτικές κρίσεις και την δυσκολία τιθάσευσης του πληθωρισμού, αναθεωρούν τις αισιόδοξες προβλέψεις τους για πολλαπλές μειώσεις επιτοκίων.
Σύμφωνα με την Capital Economics απομακρύνονται οι μειώσεις επιτοκίων αν κλιμακωθεί η ένταση στη Μέση Ανατολή. Μια άνοδος της τιμής του πετρελαίου θα περιέπλεκε τις προσπάθειες επαναφοράς του πληθωρισμού στον στόχο στις προηγμένες οικονομίες, αλλά θα έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στις αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας μόνο εάν οι υψηλότερες τιμές της ενέργειας εισχωρήσουν στον πυρήνα του πληθωρισμού..
Η Deutsche Bank και η Morgan Stanley μείωσαν τις προβλέψεις τους για τις μειώσεις επιτοκίων της ΕΚΤ, προβλέποντας πλέον μόνο τρεις κινήσεις φέτος.
Από την άλλη, ο συνδυασμός υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και επίμονου πληθωρισμού ενισχύει την πιθανότητα η Fed να αυξήσει, αντί να μειώσει τα επιτόκια, οδηγώντας το κόστος δανεισμού έως και το 6,5%. Μια τέτοια εξέλιξη θα πυροδοτούσε “sell-off” στα ομόλογα και τις μετοχές, σύμφωνα με την UBS.
Πάντως σύμφωνα με δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ η ΕΚΤ παραμένει σε τροχιά μείωσης των επιτοκίων βραχυπρόθεσμα, εφόσον δεν υπάρξει κάποιο μεγάλο σοκ.