«Με απήγαγαν και με πούλησαν στη Χαμάς», δηλώνει η ισραηλινή Νίλι Μάργκαλιτ στη συγκλονιστική της μαρτυρία αναφορικά με τις στιγμές της ομηρίας της.

Ειδικότερα τη φρίκη που έζησε κατά την απαγωγή της και εν συνεχεία κατά την κράτησή της από τους τρομοκράτες της Χαμάς στη Γάζα περιγράφει σε συνέντευξή της η Ισραηλινή Νίλι Μάργκαλιτ.

Η πρεσβεία του Ισραήλ στην Ελλάδα αναδημοσίευσε στο X την Τρίτη ένα απόσπασμα από τη μαρτυρία της Μάργκαλιτ στο ισραηλινό κανάλι 12.

Η ίδια, αρχικά, περιγράφει τη στιγμή που δύο άοπλοι νεαροί Παλαιστίνιοι ηλικίας 17-18 ετών έσπασαν την πόρτα του σπιτιού της. Άρχισαν να της ζητούν να τους δώσει χρήματα. «Και τότε έρχεται ένας άλλος, μεγαλύτερος σε ηλικία, κραδαίνοντας ένα μεγάλο μαχαίρι, φορούσε γιλέκο. Ήταν ολότελα τρομακτικό. Πάγωσα. Με άρπαξαν διά της βίας. Ήμουν με τις πιτζάμες μου και με κάλυψαν με ένα σεντόνι και με έβγαλαν έξω, χωρίς παπούτσια, ξυπόλητη».

Η Μάργκαλιτ αφηγείται στη συνέχεια τα όσα ακολούθησαν μέχρι την άφιξή της στη Χαν Γιούνις: «Μόλις με έβγαλαν από το σπίτι, είδα αρκετούς ένοπλους να έρχονται προς το μέρος μου. Με έσπρωξαν μέσα σε ένα ηλεκτροκίνητο όχημα και από εκεί φύγαμε από το κιμπούτς με κατεύθυνση τη Γάζα. Μας οδήγησαν εκτός του κιμπούτς χιλιάδες ανθρώπους, γυναίκες και παιδιά».

«Από εκεί, με έσπρωξαν μετά σε ένα άλλο αυτοκίνητο. Κάθισα μέσα σε ένα αυτοκίνητο που ήταν καλυμμένο με αίμα. Το αυτοκίνητο άρχισε να διασχίζει τη Χαν Γιούνις. Ξαφνικά έβαλαν την Τάμι Μέτζγκερ [σ.σ. μια ηλικιωμένη γυναίκα] από το Νιρ-Οζ μέσα στο αυτοκίνητο. Ήταν τραυματισμένη, το πρόσωπό της ήταν γεμάτο μώλωπες και είχε πληγές και τραύματα στα πόδια της. Μου πήρε λίγη ώρα μέχρι να την αναγνωρίσω και της φώναξα “Τάμι! Η Νίλι είμαι, η Νίλι… Είμαστε καλά!” και την αγκάλιασα». Ο δημοσιογράφος ρωτά τη Μάργκαλιτ αν ρώτησε την Τάμι για το σύντροφό της κι αν έχουν επικοινωνία. Η ίδια απαντά: «Δεν μιλάμε πια. Είμαστε απολύτως σοκαρισμένες».

Στη συνέχεια, η Μάργκαλιτ περιγράφει τη στιγμή που το αυτοκίνητο των απαγωγέων της φτάνει στην είσοδο μιας σήραγγας: «Ήταν σαν μια μεγάλη αποθήκη, όπου υπήρχε ένα μεγάλο άνοιγμα στο έδαφος που οδηγούσε στο φρεάτιο της σήραγγας. Βλέπω τους απαγωγείς μου να διαπραγματεύονται και να με παραδίδουν ή να πουλούν εμένα και την Τάμι. Το βλέπω, το καταλαβαίνω από τις κινήσεις και τους μορφασμούς τους ότι γίνεται ένα αλισβερίσι. Όλες αυτές οι σκέψεις μου έρχονται στο μυαλό εκ των υστέρων, γιατί εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω ότι οι απαγωγείς μου με πουλούσαν στη Χαμάς. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που είδα τους απαγωγείς μου».

«Από εκεί και πέρα εισήλθαμε ένα πολύ σκοτεινό μέρος, όπου δεν υπήρχε οξυγόνο. Περπατάμε και μας σπρώχνουν φωνάζοντάς μας “εμπρός! Προχωρήστε πιο γρήγορα!”. Ήταν πολύ δύσκολο να περπατήσω. Είμαι ξυπόλυτη. Περπατάω και η Τάμι με κρατά. Και φτάνει η Αντίνα [σ.σ. μια άλλη ηλικιωμένη γυναίκα], την ρωτώ για το σύζυγό της τον Σάιντ, και μου λέει “πέθανε”. Κάπως έτσι».

Εν συνεχεία περιγράφει ένα απολύτως κλειστοφοβικό σκηνικό μέσα στη σήραγγα που ήταν εξαιρετικά στενή τόσο σε πλάτος όσο και σε ύψος. «Συνεχίσαμε να περπατάμε προς τα κάτω, ούτε ξέρω για πόσο. Σε μία από τις συζητήσεις που είχα μαζί τους, τους είπα “δεν μπορώ να αναπνεύσω, σας παρακαλώ…”. Και μου απαντούν: “Και τι θες τώρα; Είμαστε 40 μέτρα κάτω από το έδαφος”. Αυτή ήταν και η μοναδική αντίληψη που είχα για το βάθος που βρισκόμασταν».