Κάποιοι μίλησαν για τάγματα εφόδου, κάποιοι για σταλινικές ορδές, κάποιοι για φοιτητές που νομίζουν ότι δεν τους ανήκει μόνο το πανεπιστήμιο αλλά και οι ίδιες οι ιδέες, η ίδια η ελεύθερη σκέψη. Κάποιοι, επίσης, μίλησαν για φασιστικές ορδές, αντιδημοκρατικό όχλο, διμοιρίες του μίσους και πολλά άλλα.

 

 Γράφει ο  ΚΩΣΤΑΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ

 

Η καθηγήτρια Πολιτικής Φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και πρόεδρος του τμήματος Φιλοσοφίας Βάνα Νικολαΐδου-Κυριανίδου στοχοποιήθηκε, έγινε πανό, αφίσα, hashtag στα social, μαύρο πρόβατο για τη μυστηριώδη κανονικότητα μιας από τις πολλές φοιτητικές παρατάξεις, της «ΣΑΦ-ΕΑΑΚ Συνεργασία Ανεξάρτητων Φιλοσοφικής».

 

Μια πρακτική που παραπέμπει σε μία από τις σκοτεινότερες εποχές του ολοκληρωτισμού, στην εποχή της «Πολιτιστικής Επανάστασης» του Μάο, όπου οι ορκισμένοι στρατιώτες του –κυρίως από τον φοιτητικό χώρο– χτυπούσαν, ακόμα και έως θανάτου, προπηλάκιζαν, διαπόμπευαν στους δρόμους και εξολόθρευαν δασκάλους όλων των βαθμίδων, από το γυμνάσιο μέχρι και το πανεπιστήμιο, μόνο και μόνο με την υποψία του «ταξικού εχθρού», του ανθρώπου που δεν στήριζε το καθεστώς του Μάο.

Η διαδικασία της δημόσιας διαπόμπευσης όλων όσοι εκφράζουν διαφορετικές απόψεις από αυτές που επιβάλλει η κινεζική κυβέρνηση εφαρμόζεται ακόμα και σήμερα. Τι ήταν, όμως, αυτό που ερέθισε τα «επαναστατικά» αντανακλαστικά της συγκεκριμένης φοιτητικής παράταξης στη Φιλοσοφική του ΕΚΠΑ;

Δεν ήταν τίποτα άλλο από αυτό που λέγεται «ελευθερία της άποψης, ελευθερία της σκέψης», δομικό υλικό για το χτίσιμο οποιασδήποτε δημοκρατικής κοινωνίας – πόσο μάλλον εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας, εντός του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου, μέσα στις αίθουσες όπου διδάσκεται η πολιτική σκέψη και η φιλοσοφία, στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ.

«Απρόκλητη επίθεση»

«Η αρχή έγινε διότι στο Facebook κοινοποίησα ανάρτηση που ανέφερε ότι οι κινητοποιήσεις για το δυστύχημα στα Τέμπη δεν μπορεί να έχουν τοξικότητα, ούτε βία. Αυτά δεν συνάδουν με καμία διαμαρτυρία, πόσο μάλλον ένα συλλαλητήριο για μια εθνική τραγωδία. Κάποιοι έβγαλαν το συμπέρασμα ότι χαρακτηρίζω φασίστες όλους τους φοιτητές και ότι είμαι εχθρός της κοινωνίας που διαμαρτύρεται για την τραγωδία των Τεμπών. Πρόκειται για μια επίθεση απρόκλητη, εντελώς ακραία στο πρόσωπό μου», είπε η κυρία Νικολαΐδου σε συνέντευξή της στην «Καθημερινή».

«Ούρλιαζαν και ωρυόμενοι εκτόξευαν διάφορα ψέματα και συκοφαντίες, χωρίς να μου επιτρέπουν να μιλήσω. Το ίδιο επαναλήφθηκε και στην αίθουσα διδασκαλίας όπου άπλωσαν πανό, φώναζαν και εξύβριζαν όσους προσπάθησαν να με υποστηρίξουν. Ελάχιστες φορές πήρα το μικρόφωνο για να ακουστώ, αλλά και πάλι ήταν αδύνατον, διότι με διέκοπταν λέγοντας ασυναρτησίες, ασύστολα ψεύδη. Οπως π.χ. ότι θέλω να είμαι υποψήφια στο Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας, ότι είμαι υποψήφια για το Συμβούλιο Ιδρύματος –που δεν είμαι– και ότι όλα αυτά τα κάνω γιατί είμαι φερέφωνο της Νέας Δημοκρατίας», είπε σε άλλη συνέντευξή της στο «Πρώτο Θέμα».

Και συμπλήρωσε: «Ο εκφοβισμός που υπέστην εγώ ήταν φραστικός, αλλά ανησυχώ επειδή ξέρω πολύ καλά τη μιμητική δυναμική του όχλου. Αν κάτι πήγαινε στραβά, δεν ξέρω τι θα μπορούσε να έχει συμβεί σε εμένα. Ηταν εφιαλτικό και παραμένει, γιατί αύριο μπορεί να με κλείσουν στο γραφείο μου ή να προβούν σε μη λεκτικές βιαιοπραγίες. Σημειωτέον ότι ορισμένοι δεν ήταν φοιτητές της Φιλοσοφικής – ή μπορεί και να μην ήταν καν φοιτητές. Ανάμεσα σε αυτούς που εισέβαλαν στην αίθουσα ήταν κάποιος, φερ’ ειπείν, από την Ιατρική, άλλοι από άλλες Σχολές και οι περισσότεροι από άλλα τμήματα της Σχολής μου. Το ίδιο και αυτοί που με περικύκλωσαν έξω από το γραφείο μου. Το κοινό στοιχείο τους ήταν ότι ούρλιαζαν όλοι μαζί, επαναλαμβάνοντας ότι είμαι εχθρός του φοιτητικού κινήματος στο σύνολό του».

 

 

Διαρκείς επιθέσεις

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ η κυρία Νικολαΐδου βρίσκεται στο στόχαστρο της συγκεκριμένης φοιτητικής παράταξης με διαρκείς ανακοινώσεις και αναρτήσεις στα social media, τα κύμα συμπαράστασης υπέρ της εκφράζεται μόνο από μεμονωμένους πολίτες ή στελέχη της δημόσιας ζωής και όχι από τα ελληνικά κόμματα.

Δημοσίως υπέρ της κυρίας Νικολαΐδου έχουν ταχθεί, μεταξύ άλλων, η πρώην υπουργός Παιδείας Αννα Διαμαντοπούλου, ο καθηγητής Φαρμακολογίας Αχιλλέας Γραβάνης και ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και πρώην δήμαρχος Αθηναίων, Γιώργος Καμίνης.

Η κυρία Διαμαντοπούλου ανήρτησε, μάλιστα, και τη φράση «Υπάρχουν Καθηγηταί εις τας Αθήνας» εξαίροντας την καθηγήτρια της Φιλοσοφικής για την τόλμη να εκφράσει δημοσίως τις απόψεις της εναντίον «της άγνοιας και του δογματισμού».

 

 

Από το κρέμασμα ταμπέλας στον λαιμό του πρύτανη της ΑΣΟΕ στο γκρέμισμα της βιβλιοθήκης του ΑΠΘ

Η κατασκευή και η δημόσια τιμωρία «εχθρών», η βία –φυσική και λεκτική–, οι τραμπουκισμοί, η δράση των λούμπεν στοιχείων καθώς και των φασιστοειδών με την ασύδοτη δράση εντός του ελληνικού πανεπιστημίου δεν είναι κάτι καινούργιο.

Από το χτίσιμο γραφείων καθηγητών, το κρέμασμα ταμπέλας στον λαιμό του πρύτανη της ΑΣΟΕΕ, το γκρέμισμα της βιβλιοθήκης στο ΑΠΘ και άλλα, το ελληνικό πανεπιστήμιο έχεις πολλές ιστορίες βίας και φασιστικών συμπεριφορών να επιδείξει.

Όλα αυτά παραπέμπουν στα τάγματα εφόδου και φασιστικής δράσης των «Ερυθροφρουρών» κατά την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα του Μάο.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου του 1966, η βαρβαρότητα των Ερυθροφρουρών και οι επιθετικές σκηνές τους διαδραματίστηκαν σε δεκάδες χιλιάδες σχολεία και πανεπιστήμια σε όλη τη χώρα καθώς δάσκαλοι και διοικητικοί υπάλληλοι υποβλήθηκαν συστηματικά σε ταπείνωση, εξευτελισμούς, σωματική κακοποίηση και βασανιστήρια.

Χιλιάδες ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου ενώ οι αυτοκτονίες ήταν ανυπολόγιστες.

Οι συμπεριφορές αυτές ήταν αποτέλεσμα της έκκλησης που απηύθυνε ο Μάο για την εκ νέου επιβεβαίωση της κομμουνιστικής ιδεολογίας, γνωστή ως «Πολιτιστική Επανάσταση». Διήρκεσε από το 1966 έως και το 1976 και υπολογίζεται ότι θανατώθηκαν περισσότεροι από 1,6 εκατ. άνθρωποι, «εχθροί του καθεστώτος».

Ανάμεσά τους, δάσκαλοι, καθηγητές πανεπιστημίων, διανοούμενοι, κυβερνητικοί αξιωματούχοι και μέλη της μεσαίας τάξης.

 

Ενα άγριο κτήνος

Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή που κάνει ο Ισπανός συγγραφέας Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες στο βιβλίο του «Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω» (εκδ. Ικαρος):

“«Προδότη!» φώναξε μια φωνή, και μετά: «Αντεπαναστάτη!» Μπροστά στα μάτια του Σέρχιο, οι μαθητές κινήθηκαν απειλητικά προς τον καθηγητή, που μάζεψε όπως όπως τα πράγματά του και βγήκε από την τάξη. Ομως οι μαθητές τον πρόφτασαν στον διάδρομο και τον στρίμωξαν σ’ έναν τοίχο. «Εσείς υποτιμάτε τον στρατό μας» του είπε κάποιος. «Οχι, δεν είν’ έτσι, δεν είν’ αλήθεια» ψέλλισε ο άνθρωπος. «Αλήθεια είναι!» του φώναζαν. «Υποτιμάτε τους ήρωές μας!» Ο Σέρχιο, που ’χε μείνει λίγο πίσω από τους άλλους, είδε στο πρόσωπο του καθηγητή μια γκριμάτσα φόβου όταν δέχτηκε τις πρώτες φτυσιές. «Ρεβιζιονιστή!» του φώναζαν. «Αστέ!» Ο καθηγητής σκέπαζε το πρόσωπό του, προσπαθούσε να πει κάτι, αλλά η φωνή του δεν μπορούσε ν’ ακουστεί ανάμεσα στις βρισιές. Κάποιος έριξε τότε το πρώτο χτύπημα, και τα γυαλιά του καθηγητή πέταξαν στον αέρα. «Οχι, όχι» φώναζε ο άνδρας. Τον χτύπησαν κι άλλοι: στο σώμα, στο πρόσωπο. Τότε, μπροστά στο τρομοκρατημένο βλέμμα του Σέρχιο, ο καθηγητής σωριάστηκε κάτω. Ο Σέρχιο ήθελε να επέμβει, να πει στους άλλους φτάνει πια, πάει πολύ, αλλά η δύναμη του πλήθους τον παρέσερνε, και τα λόγια δεν σχηματίζονταν στα χείλη του. Ηταν απίστευτο: οι συμμαθητές του, οι συμμαθήτριές του, οι μαθητές με τους οποίους είχε μοιραστεί ώρες και μέρες και συζητήσεις, είχαν μετατραπεί σ’ ένα άγριο κτήνος με πολλά πόδια που κλοτσούσαν το ανυπεράσπιστο σώμα του καθηγητή Σχεδίου. Απ’ το πεσμένο σώμα έβγαιναν διακεκομμένες κραυγές, παράπονα και βογκητά, αλλά οι κλοτσιές δεν σταματούσαν».”