Την περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, όλος ο Νομός Χανίων ήξερε τι έπρεπε να κάνει όποτε μια διαδικασία σκόνταφτε στη γραφειοκρατία. Ενα ήταν το σωστό γραφείο, μία ήταν η προτροπή που ακουγόταν από στόμα σε στόμα: «Πήγαινε στον Παυλιό». Ο «Παυλιός» δεν ήταν ένας απλός βουλευτής, ούτε ένας συνηθισμένος αναπληρωτής υπουργός Υγείας.
Ηταν ο Παύλος Πολάκης, το στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που έκανε διακοπές με τον Αλέξη Τσίπρα, μαθαίνοντάς του τις ομορφιές της Νότιας Κρήτης. Σε αντίθεση με τον έτερο βουλευτή της περιοχής και υπουργό Γιώργο Σταθάκη, ο Πολάκης δεν περιοριζόταν στα του δικού του υπουργείου, αλλά είχε άκρες και σε όλα τα υπόλοιπα. Τον φώναζαν ακόμα και στις κλειστές συσκέψεις όταν τα θέματα αφορούσαν την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Δεν ήταν καθόλου τυχαίος ο «Παυλιός». Οταν τελείωσαν οι αυταπάτες του ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, το κόμμα της πρώτη φορά Αριστεράς ανέλαβε την κατά γράμμα τήρηση των μνημονιακών όρων. Ο Πολάκης γυρνούσε τις τοπικές οργανώσεις στην Αθήνα φωνάζοντας και βρίζοντας τους αντιπάλους, ξιφουλκώντας ενάντια στη διαπλοκή και παίζοντας με τα απωθημένα του συριζαϊκού ακροατηρίου. Με το γνωστό ύφος του και τη θεωρία πως «για να κερδίσουμε τις εκλογές κάποιοι πρέπει να πάνε φυλακή» λειτουργούσε εμψυχωτικά, συσπειρωτικά για τους απογοητευμένους ψηφοφόρους.
Μιλούσε πάντοτε υπέρ του αρχηγού, πιστά προεδρικός, συνέβαλλε στη διαμόρφωση της εικόνας ενός υπεράνω όλων «άχαστου» ηγέτη.
Η σχέση του με τον Τσίπρα σταδιακά έγινε προσωπική. Οι διακοπές στο Ροδάκινο, οι βόλτες με το κότερο, η ομπρέλα προστασίας της Κουμουνδούρου κάθε φορά που ο Πολάκης ξέφευγε από τα όρια έκαναν τον δεσμό όλο και πιο δυνατό. Ο Τσίπρας έπλασε, μέσω του πρώην αναπληρωτή υπουργού Υγείας, ένα νέο είδος συριζαίου. Εκείνο που απόλαυσε (δημόσια, όχι ενοχικά) τη συμπόρευση με τους ΑΝΕΛ και τον Πάνο Κομμένο και δεν δίστασε να ρίξει λάσπη ακόμα και στην εσωκομματική αντιπολίτευση, όταν αυτή έδειξε πως σηκώνει κεφάλι. Χρησιμοποίησε το ήθος της Αριστεράς ως άλλοθι για τα πάντα, ακόμα και για τα «μαγαζιά» του Νίκου Παππά.
Για όλα αυτά, ο Πολάκης δεν χρειαζόταν απευθείας εντολή, ούτε και χαλινάρι.
Ηταν όλοι σίγουροι, περισσότερο απ’ όλους ο Τσίπρας, πως κάθε παρέμβασή του, ακόμα και η πιο εξαγριωμένη, ήταν υπό έλεγχο. Ο «πολακισμός», γέννημα – θρέμμα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, ανδρώθηκε μέσα σε ασφαλές περιβάλλον.
Ηταν η σκοτεινή πλευρά της Κουμουνδούρου που, χωρίς να της ζητηθεί, είχε πάντα ως πυξίδα το όφελος του προέδρου.
Τα πρώτα πραγματικά σύννεφα εμφανίστηκαν όταν χάθηκε η εξουσία. Δεν ήταν όμως σύννεφα ανάμεσα στον Πολάκη και τον Τσίπρα, αλλά ανάμεσα σ’ αυτόν και το προεδρικό περιβάλλον. Ο Πολάκης ήρθε στον ΣΥΡΙΖΑ όταν «έφυγαν οι δεξιοί». Ηταν ακόμα εκεί, σε θέση εξαιρετικά ενισχυμένη, όταν οι «δεξιοί», ο Φώτης Κουβέλης και η ΔΗΜΑΡ του Θανάση Θεοχαρόπουλου, επέστρεψαν.
Μαζί τους στην Προοδευτική Συμμαχία εντάχθηκαν και πρώην συνομιλητές του Κώστα Σημίτη από την περίφημη Γέφυρα. Ολοι αυτοί έβλεπαν τον Πολάκη ως λεκέ στο προφίλ του αρχηγού, τον οποίο ήθελαν να παρουσιάσουν ως τον Μεσσία του προοδευτικού χώρου. Πού κολλούσε σ’ αυτό ο Πολάκης; Μόνο οι προεδρικοί του τσοχατζοπουλικού ΠΑΣΟΚ μπορούσαν στ’ αλήθεια να καταλάβουν την υπηρεσία που πρόσφερε ο Πολάκης στον Τσίπρα. Είχαν δει με τα μάτια τους την ίδια υπηρεσία να προσφέρεται από τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο στον Ανδρέα Παπανδρέου. Ακόμα κι εκείνοι, όμως, άρχισαν να προβληματίζονται όταν είδαν τον Πολάκη να υπερβαίνει τα όρια. Το πιο τρομακτικό, ακόμα και για τους πιο λαϊκιστές εξ αυτών, είναι ότι πάντα είχε την πλήρη κάλυψη του Τσίπρα. Πράγμα που σήμαινε πως και οι ίδιοι, ακόμα κι αν ήθελαν, δεν θα τον εξέθεταν.
Ο ίδιος ο Πολάκης λειτούργησε ως ρωγμή στο προεδρικό στρατόπεδο που στήριζε σκληρά τον Τσίπρα, δεν έτρεφε όμως τα ίδια θερμά αισθήματα για εκείνον. Η αντιπάθεια ήταν τόση, που οι τελευταίες συνάξεις των προεδρικών πριν από την πανδημία γίνονταν με συγκεκριμένη σύνθεση και λιγότερους συμμετέχοντες για να μην υπάρξουν δύσκολες συναντήσεις. Συνέβαλε με τις αναρτήσεις του εναντίον του Ευκλείδη Τσακαλώτου και στην κόντρα ανάμεσα στον Τσίπρα και τον πρώην υπουργό Οικονομικών.
Ο Πολάκης, που δεν χρειαζόταν εντολή για να επιτεθεί στον Τσακαλώτο, όχι μόνο υπονόησε πως αυτός ευθύνεται που ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τις εκλογές, αλλά σχεδόν του υπέδειξε πώς θα πρέπει να φέρεται απέναντι στην ηγεσία. Ο Τσίπρας παρενέβη για να τον ηρεμήσει μόνο μετά τις διαμαρτυρίες του Τσακαλώτου, αλλά και αφότου τόσο οι πιο μετριοπαθείς όσο και η παλιά φρουρά των στελεχών του έκαναν σαφές με τη στάση τους πως ο Πολάκης δεν μπορεί να συνεχίσει να μεταφέρει τα του κομματικού οίκου σε δημόσια θέα. δημιουργώντας κλίμα εντός και εκτός του ΣΥΡΙΖΑ.
Το δημιούργημα του Τσίπρα είναι πλέον ανεξέλεγκτο. Συνειδητοποιεί και ο ίδιος πως όσοι του το φώναζαν τόσο καιρό, δημόσια και κατ’ ιδίαν, έχουν δίκιο. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι δεν είναι καθόλου βέβαιο πως ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ θέλει να ξεφορτωθεί το βαρίδι του και ό,τι αυτό αντιπροσωπεύει. Είναι ενδεικτικό πως πριν από τη συνέντευξη Τύπου του Αλέξη Τσίπρα και του Ανδρέα Ξανθού για την επιβολή lockdown, στη συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου που προηγήθηκε, ο Ξανθός δεν ήταν καλεσμένος. Κλήθηκε εκ των υστέρων για να συμμετάσχει στη συνέντευξη, όταν ο Τσίπρας αποφάσισε ότι σ’ αυτή τη φάση προτιμά «γραμμή Ξανθού».
Ο Πολάκης άσκησε κριτική στον Σωτήρη Τσιόδρα, ο Τσίπρας ακροβάτησε στη Βουλή. Ο Πολάκης έσπασε το lockdown και το μοιράστηκε στο Διαδίκτυο, ο Τσίπρας επί της ουσίας τον κάλυψε σε ζωντανή μετάδοση, πριν καν κληθεί το Πειθαρχικό. Ο Πολάκης μπήκε χωρίς μάσκα στο «Σωτηρία», η σιωπή από την πλευρά της Κουμουνδούρου ήταν εκκωφαντική. Η μια εκδοχή λέει πως η έντονη επίπληξη έγινε προσωπικά από τον Τσίπρα στον Πολάκη, τονίζοντάς του πως την επόμενη φορά θα του ζητηθεί να κλείσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αλλοι ποντάρουν σε μια πιο διοικητική τιμωρία, λέγοντας πως αναπόφευκτα ο Πολάκης θα χάσει τη θέση τού αναπληρωτή τομεάρχη Εσωτερικών. Η διαγραφή, από την άλλη, είναι όνειρο των αθεράπευτα αισιόδοξων.
από Τα Νέα