Υπάρχουν κόμματα που γεννήθηκαν για να πρωταγωνιστούν στην πολιτική ζωή του τόπου και άλλα που αρκούνται στον ρόλο του πολιτικού παρατρεχάμενου. Το πάλαι ποτέ κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου μοιάζει πλέον να έχει εγκαταλείψει κάθε έννοια υπεύθυνης αντιπολίτευσης και να έχει αφομοιωθεί πλήρως στην κουλτούρα της πολιτικής σύγχυσης, της θεωρίας συνωμοσίας και της ρηχής εντυπωσιοθηρίας.

Η πρόσφατη πρότασή του για σύσταση προανακριτικής επιτροπής με στόχο πρώην υπουργούς Μεταφορών αποτελεί την κορύφωση μιας στρατηγικής που βασίστηκε όχι στην αναζήτηση της αλήθειας, αλλά στην πεισματική προσκόλληση σε σενάρια που έχουν ήδη καταρρεύσει. Για ενάμιση χρόνο, επέμειναν να δανείζονται πολιτικές αφηγήσεις από χώρους που διακινούν θεωρίες περί παράνομου φορτίου και σκοτεινών σχεδίων, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τη σοβαρότητα που επιβάλλει η μνήμη των θυμάτων της τραγωδίας.

Και όταν το τελευταίο χαρτί της συνωμοσιολογίας καίγεται, όταν ακόμα και εκείνοι που τη στήριξαν δημόσια αρχίζουν να υπαναχωρούν, το κόμμα αυτό επιλέγει να κάνει ένα βήμα ακόμη πιο πέρα: να βαφτίσει την πολιτική αμηχανία ως θεσμική πρωτοβουλία. Το αφήγημα αλλάζει, αλλά το κίνητρο μένει ίδιο: να παραμείνει στην επικαιρότητα μέσω θεατρινισμών και όχι πολιτικής ουσίας.

Όσοι αναζητούν δόλο παντού, καταλήγουν να απαξιώνουν το ίδιο το νόημα της ποινικής ευθύνης. Το έγκλημα, όμως, δεν αποδίδεται με δημοσκοπικά κριτήρια. Ούτε και η Δικαιοσύνη οφείλει να ακολουθεί τον πολιτικό πανικό ενός κόμματος που βλέπει να αποσυντίθεται ανάμεσα στην Κωνσταντοπούλου και τον Βελόπουλο. Το να ζητά κανείς δίκες επί παντός επιστητού, χωρίς να περιμένει την ολοκλήρωση της ανακριτικής διαδικασίας, συνιστά θεσμικό τυχοδιωκτισμό.

Η χώρα έχει ανάγκη από αντιπολίτευση που να ξέρει πότε να φωνάξει, αλλά κυρίως πότε να σιωπήσει με ευθύνη. Η ελαφρότητα με την οποία επιχειρείται να πολιτικοποιηθεί ένα ποινικό ζήτημα όπως η τραγωδία των Τεμπών δεν εκθέτει μόνο εκείνους που την υιοθετούν. Εκθέτει συνολικά τον δημόσιο λόγο.

Και όταν το τελευταίο τους επιχείρημα είναι πως «το κακούργημα προϋποθέτει δόλο», τότε είναι σαφές πως δεν επιδιώκουν την απόδοση ευθυνών αλλά την κατασκευή ενόχων. Αν κάτι απέδειξε η υπόθεση των Τεμπών, είναι ότι η ανακριτική διαδικασία μπορεί να λειτουργήσει σοβαρά -αρκεί να την αφήσουν οι πρόθυμοι αυτόκλητοι εισαγγελείς της πολιτικής.