Την μετεξέλιξη του προδικτατορικού Κέντρου μετά την πτώση της δικτατορίας ενίσχυσε η αποφασιστικότητα με την οποία ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έβγαλε ουσιαστικά τη Δεξιά από τη γωνία. Ο ιδρυτής της Νέας Δημοκρατίας με την διορατικότητα που τον διέκρινε ανέλαβε την ιστορική ευθύνη να γεφυρώσει το χάσμα που χώριζε τη Δεξιά με το Κέντρο.
του Χάρη Παυλίδη
Κατήργησε το θεσμό της βασιλείας, νομιμοποίησε το ΚΚΕ και έβαλε την Ελλάδα στην ΕΟΚ κλείνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις «εκκρεμότητες» μεταξύ της Δεξιάς και του Κέντρου. Η διεύρυνση με την προσχώρηση στη Νέα Δημοκρατία κορυφαίων προσωπικοτήτων του κεντρώου χώρου, σε συνδυασμό με την «Κανταφοποίηση» του Ανδρέα Παπανδρέου, σφράγισε τη νέα ταυτότητα του κόμματος. Η γέννηση της Κεντροδεξιάς παράταξης ήταν γεγονός.
Από τότε μέχρι σήμερα και έως το 13ο Συνέδριο σε λίγες μέρες, η Νέα Δημοκρατία βρέθηκε αντιμέτωπη με πολλές προκλήσεις και διακυβεύματα. Αντιμετώπισε τον λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ της πρώτης φάσης(1974-1981) και τον καθεστωτισμό της δεύτερης(1981-1989), διατηρώντας παρά τις διασπάσεις τα ερείσματά της στην κοινωνία. Στη συνέχεια αντιμετώπισε την καχυποψία μιας ευημερούσας κοινωνικής πλειοψηφίας που στη συνέχεια αποδείχθηκε φούσκα. Ενώ όταν το 2004 ανέλαβε την ευθύνη για τη διακυβέρνηση της χώρας, έχασε την επαφή της με τη μεσαία τάξη αφού προκειμένου να αντιμετωπίσει τον πόλεμο των συμφερόντων έβαλε στην αναμονή την επανίδρυση του κράτους. Και τέλος βρέθηκε με την πλάτη στο τοίχο στα χρόνια των μνημονίων και παρ’ όλα αυτά στάθηκε στα πόδια της και κατάφερε να κρατήσει την Ελλάδα στην Ευρώπη. Πληρώνοντας φυσικά το ανάλογο τίμημα.
Η επιστροφή της Κεντροδεξιάς υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη, μετά από το «πείραμα» της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, σηματοδοτεί τη νέα φυσιογνωμία του κόμματος στην προσπάθεια του να επανασυνδεθεί με τη μεσαία τάξη και να συνομιλήσει με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα για τα σύγχρονα προβλήματα. Η στρατηγική στόχευση της νέας ηγεσίας στο Κέντρο, εν προκειμένω η εμφαντική ανάδειξη των χαρακτηριστικών του, δεν συνεπάγεται την ιδεολογική μετακίνηση του κόμματος. Άλλωστε όπως προαναφέρθηκε η ιστορική «παρεξήγηση» στους κόλπους της αστικής δημοκρατικής παράταξης «διευθετήθηκε» ιδεολογικά το 1974 και επιλύθηκε οριστικά το 1978.
Προφανώς η εκλογική επικράτηση του Ιουλίου δεν σημαίνει και ιδεολογική επικράτηση των δημοκρατικών ιδεών, όταν μάλιστα ο λαϊκισμός έχει εισχωρήσει σε όλους τους πολιτικούς χώρους δημιουργώντας ένα γενικότερο αντι- πολιτικό κλίμα. Σ’ αυτή τη βάση το Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας αποκτά ιδιαίτερη σημασία εφόσον δοθεί σ’ αυτό χαρακτήρας επανεκκίνησης σε ότι αφορά τη σύγκρουση με τον λαϊκισμό και τον εθνικισμό, καθώς και επαναδιατύπωσης ενός κοινωνικοοικονομικού πλαισίου εντός του οποίου θα αναληφθούν καινοτόμες πρωτοβουλίες για την επαναφορά της μεσαίας τάξης σε καθοδηγητικό ρόλο στις κυοφορούμενες κοινωνικοοικονομικές διεργασίες.
Ελάχιστοι είναι πλέον εκείνοι που αμφισβητούν το γεγονός ότι η εκλογική επιτυχία της Νέας Δημοκρατίας οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μεσαία τάξη. Για την ακρίβεια στην ειλικρινή και ουσιαστική εκ μέρους του Κυριάκου Μητσοτάκη στήριξη της. Άλλωστε σε κυβερνητικό επίπεδο από τα πρώτα βήματα της κυβέρνησης είναι ορατός ο στρατηγικός σχεδιασμός του πρωθυπουργού ότι έχει στόχο την πολιτική κυριαρχία της Κεντροδεξιάς με όχημα τη μεσαία τάξη. Η διατήρηση όμως των ερεισμάτων σ’ αυτή την κοινωνική κατηγορία όπως και η ενίσχυσή τους προϋποθέτει ότι οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες θα είναι σε απόλυτο συγχρονισμό με το κόμμα.
Η «πολιτική αλλαγή» με την οποία ο Κυριάκος Μητσοτάκης «έπεισε» τη μεσαία τάξη να τον ακολουθήσει στην πορεία για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας, δεν μπορεί να επιτευχθεί εφόσον δεν έχει τη στήριξη και τη συναίνεση της κοινωνίας. Γι αυτό και ο ρόλος της Νέας Δημοκρατίας και των στελεχών της πρέπει να είναι πρωταγωνιστικός και όχι επικουρικός. Και αυτό είναι αναγκαίο πολιτικά να εκφραστεί στο συνέδριο.