Το ότι η κοινωνία έστειλε το μήνυμα, το οποίο μάλιστα δεν διαφοροποιούνταν από την τελική κομματική προτίμηση, είναι κάτι παραπάνω από σαφές και καταγράφηκε στις δημοσκοπήσεις.
Και το μήνυμα είναι ότι «η άρση της μονιμότητας» στο Δημόσιο δεν αποτελεί πλέον ταμπού και ότι πρέπει η κυβέρνηση να κάνει το επόμενο βήμα μέσω της συνταγματικής αναθεώρησης.
Μια άρση που δεν θα είναι συνδεδεμένη με κομματικά κριτήρια –και θα προκαλέσει ενδεχομένως και κάποιες αντιδράσεις–, αλλά θα έχει στο επίκεντρό της την αξιολόγηση και την απόδοση του εργαζομένου, όπως γίνεται παντού.
Και αυτό για δυο λόγους: Ο πρώτος λόγος είναι επειδή πρόκειται για μία από τις κορυφαίες μεταρρυθμίσεις τις οποίες έχει βάλει στην ατζέντα η κυβέρνηση και οφείλει να υλοποιήσει καθώς η κοινωνία ζητεί το αυτονόητο.
Όποιος κάνει τη δουλειά του σωστά να αμείβεται παραπάνω και όποιος δεν την κάνει, και με βάση ένα ποινολόγιο, να μπορεί η πολιτεία να τον απομακρύνει από το Δημόσιο. Το ίδιο βέβαια, όπως υποστηρίζουν, πρέπει να ισχύει και για όποιον αρνείται να αξιολογηθεί.
Ο δεύτερος λόγος είναι πολιτικός και έχει σχέση με την υποκρισία των κομμάτων. Καθώς θα κληθούν να καταθέσουν συγκεκριμένες προτάσεις στο πλαίσιο της αναθεώρησης και κυρίως να ξεκαθαρίσουν τη θέση τους για την αξιολόγηση.
Διότι κάποια στιγμή θα πρέπει να αποφασίσουν, κυρίως στη Χαριλάου Τρικούπη, και να σταματήσουν να πατούν σε δύο βάρκες. Από τη μια δηλαδή να ισχυρίζονται ότι είναι υπέρ της αξιολόγησης και από την άλλη να συνεχίζουν τις σχέσεις στοργής με το βαθύ κράτος και τους συνδικαλιστές.
Να σημειώσουμε βέβαια ότι υπάρχουν και στελέχη της ΝΔ που, παρά τις κατά καιρούς δημόσιες δηλώσεις τους από την εποχή που πρωθυπουργός ήταν ο Κώστας Καραμανλής, υπονόμευαν την επανίδρυση του κράτους, μόνο και μόνο για να διατηρήσουν τις σχέσεις τους με το «πελατειακό σύστημα» που εξασφάλιζε την επανεκλογή τους και τα ρουσφέτια.
Στις ομάδες που θέλουν να μπλοκάρουν τη σύνδεση της αξιολόγησης με την άρση της μονιμότητας στο Δημόσιο είναι και δύο «παραδοσιακοί» παίκτες και μόνιμοι θιασώτες της ακινησίας, που διασφαλίζει την προνομιακή τους σχέση τόσο με τους εργαζόμενους όσο και με τις πολιτικές ηγεσίες.
Οι συνδικαλιστές, στην πλειονότητά τους, και η Αριστερά λόγω και των ιδεολογικών της αγκυλώσεων.
Οι πρώτοι προσπάθησαν με κάθε τρόπο να ακυρώσουν την εφαρμογή έστω και της απόπειρας για αξιολόγηση που θεσπίστηκε από την κυβέρνηση. Όταν έχασαν στα δικαστήρια προσπάθησαν να την μπλοκάρουν στην πράξη, βάζοντας μπροστά τους εκπαιδευτικούς.
Αποτέλεσμα για άλλη μια φορά να «κολλήσει» η όποια προσπάθεια για αξιολόγηση, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να σχεδιάζει νέες νομοθετικές παρεμβάσεις, που και αυτές αναμένεται να κριθούν στο τέλος από τη Δικαιοσύνη.
Όσο για τα κόμματα της Αριστεράς, το βέβαιο είναι ότι έχουν αλλεργία τόσο στην αριστεία, όσο και στην αξιολόγηση. Θεωρούν το Δημόσιο ως την «ιερή αγελάδα» την οποία κανείς δεν μπορεί να ακουμπήσει. Είναι βέβαιο ότι θα χρησιμοποιήσουν την αναθεώρηση και την ενδεχόμενη άρση ασυλίας ως μπαμπούλα απολύσεων και διώξεων υπαλλήλων. Κάτι που δεν εντάσσεται στα σχέδια της κυβέρνησης.
Από εκεί και πέρα και επειδή όσο πλησιάζουμε στις εκλογές, θα πληθαίνουν οι φωνές που θα ταχθούν υπέρ της άποψης να μην ανοίξει η κυβέρνηση νέο «μέτωπο» με το βαθύ κράτος επισείοντας τον κίνδυνο του πολιτικού κόστους, να σημειώσουμε ότι αυτό που φαντάζει τώρα ως ενδεχόμενο κόστος και που μπορεί να οδηγήσει ενδεχομένως σε μία υποχώρηση, στο μέλλον μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ.
Την ώρα μάλιστα που η κοινωνία σε συντριπτικό ποσοστό ζητάει να μπει τέλος σε ένα ιδιότυπο καθεστώς ασυλίας που υπάρχει απέναντι στο βαθύ κράτος.
Εξάλλου όπως έχει τονίσει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης και από το βήμα της Βουλής αλλά και χθες στον ΣΚΑΪ: «Θεωρώ ότι έχει έλθει η ώρα να αναθεωρήσουμε το άρθρο 103 του συντάγματος, που καθιερώνει τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων κατά την επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση, κάτι που θα αφορά σε όλους τους δημοσίους υπαλλήλους. Για λόγους διαπιστωθείσας δομικής και συστημικής ανεπάρκειας θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα της απομάκρυνσής τους. Ούτως ή άλλως είτε στην πρώτη είτε στη δεύτερη ψηφοφορία θα απαιτηθεί πλειοψηφία των 180».
Να υπενθυμίσουμε πως εντός του Ιουνίου θα έχουμε την πρώτη εικόνα για το πώς βλέπουν οι πολίτες τις υπηρεσίες του Δημοσίου.