Η κυρία Κωνσταντοπούλου έσπευσε να πανηγυρίσει για μια «μεγάλη νίκη» στην υπόθεση Ρούτσι. Μόνο που, όπως αποδεικνύεται, πρόκειται για μια ήττα καλοσχεδιασμένη, αλλά κακώς εκτελεσμένη. Διότι η Δικαιοσύνη δεν έκανε δεκτό το αίτημά της. Δεν άνοιξε τη δικογραφία, δεν ανέβαλε τη δίκη, δεν της έδωσε το επικοινωνιακό λάφυρο που τόσο επιζητούσε. Αντίθετα, βρήκε έναν νομικά άρτιο τρόπο να ικανοποιήσει το δίκαιο αίτημα του πατέρα, χωρίς να θυσιάσει τη διαδικασία στο βωμό της πολιτικής σκοπιμότητας.
Το σχέδιο ήταν προφανές: να παρουσιαστεί η Ζωή ως η ατρόμητη υπερασπίστρια του «ανθρώπινου πόνου», απέναντι σε ένα δήθεν απάνθρωπο «σύστημα». Μόνο που αυτή τη φορά το αφήγημα κατέρρευσε. Η Δικαιοσύνη κινήθηκε γρηγορότερα από όσο υπολόγιζε. Και αντί να δώσει πάτημα για καθυστέρηση, ξεκαθάρισε το τοπίο: οι τοξικολογικές θα γίνουν, η δίκη θα προχωρήσει, και κανείς δεν θα μπορεί πια να μιλά για συγκάλυψη ή «μυστικά φορτία».
Η αντίδραση της κυρίας Κωνσταντοπούλου μετά την απόφαση -η επιμονή να συνεχιστεί η απεργία πείνας με νέα προσχήματα- αποκάλυψε όσα προσπαθούσε να κρύψει. Δεν την ενδιέφεραν οι εξετάσεις· την ενδιέφερε η αναβολή. Ήθελε να κρατήσει ζωντανό το δράμα, να συντηρήσει τη σύγκρουση, να τρέφεται πολιτικά από την οργή των ανθρώπων που εκπροσωπεί.
Όμως αυτή τη φορά η τακτική δεν απέδωσε. Η κοινωνία δεν αγόρασε το σενάριο του «ηρωικού αγώνα ενάντια στο σύστημα». Είδε κάτι πιο απλό: μια θεσμική λύση που ικανοποιεί και το δίκαιο και τη λογική. Μια Δικαιοσύνη που έδειξε ωριμότητα και αποφασιστικότητα.
Η κυρία Κωνσταντοπούλου έχασε ακριβώς εκεί που πίστευε ότι θα θριαμβεύσει, στο πεδίο της επικοινωνίας. Έστησε ένα θέατρο σύγκρουσης και βρέθηκε μόνη στην αυλαία. Και τώρα που η δίκη θα ξεκινήσει χωρίς αναβολές, χωρίς «σκοτεινά μυστικά», και χωρίς τις συνωμοσίες που με τόσο πάθος καλλιεργούσε, ίσως χρειαστεί να αντιμετωπίσει το πιο δύσκολο ερώτημα: ποια είναι η Ζωή Κωνσταντοπούλου χωρίς το δράμα που την τρέφει;