Αρχικά οι υπολογιστές ήταν αρκετά μεγάλοι σε μέγεθος, με μεγάλο αριθμό καλωδίων για την ομαλή λειτουργία τους. Αυτό άλλαξε με την επανάσταση της δεκαετίας του ΄50 με τη δημιουργία του πρώτου microchip το οποίο αποτελούνταν από 4 τρανζίστορ σε ένα κομμάτι σιλικόνης. Όσα πιο πολλά τρανζίστορ έχει ένα chip τόσο πιο ισχυρό είναι. Με τη πάροδο των δεκαετιών τα chips γίνονταν όλο και πιο μικρά, όλο και πιο ισχυρά και υπάρχουν σχεδόν παντού, από τα κινητά μας μέχρι σε οπλικά συστήματα.
Αρχικά όλο το supply chain των chips, δηλαδή τον σχεδιασμό, την παραγωγή και την δημιουργία κατείχαν εταιρείες στις ΗΠΑ με μεγαλύτερο προμηθευτή τους την Αμερικανική κυβέρνηση. Αργότερα, όμως, όταν τα περισσότερα προϊόντα έγιναν μαζικής παραγωγής και για να μειωθούν τα κόστη των Αμερικανικών εταιρειών, τα στάδια της παραγωγής και της δημιουργίας των chips ανέλαβαν χώρες όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορεά και η Ταϊβάν.
Στη δεκαετία των 70s και των 80s κάποιες εταιρείες, όπως η Toshiba, ξεκινήσαν να έχουν και το στάδιο του σχεδιασμού και έγιναν ανταγωνιστικές ως προς τις αντίστοιχες αμερικανικές εταιρείες γιατί παρήγαγαν πιο οικονομικά chips με αποτέλεσμα η κυβέρνηση Ρήγκαν να επιβάλλει φόρο 100% στα εισαγόμενα chips από την Ιαπωνία.
Τη δεκαετία των 90s η Ταϊβάν κινήθηκε με ένα πιο «έξυπνο» τρόπο δημιουργώντας την TSMC με ένα αντεστραμμένο brain drain. Σκοπός της TSMC, τότε και τώρα, είναι μόνο η δημιουργία chips χωρίς τα υπόλοιπα στάδια με αποτέλεσμα να μην είναι ανταγωνιστική με τις ΗΠΑ. Σήμερα στην Ταϊβάν παράγεται το 65% όλων των chips και το 92% των προηγμένων chips, δημιουργώντας με αυτό το τρόπο και μία ασπίδα απέναντι στην Κίνα σε περίπτωση εισβολής.
Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η Κίνα με τις ΗΠΑ άρχισαν να έχουν πιο φιλικές σχέσεις καθώς δεν υπήρχε πλέον εμπάργκο στο εμπόριο των chips. Σήμερα η Κίνα αποτελεί τον μεγαλύτερο καταναλωτή chips με ένα ποσοστό γύρω στο 40%, έχοντας στόχο να έχει και πρωταγωνιστικό ρόλο στο supply chain των chips. Μέχρι στιγμής το supply chain έχει ως εξής: Στις ΗΠΑ κατασκευάζεται ο εξοπλισμός για τη δημιουργία των chips, καθώς και ο σχεδιασμός (design) και το software, στην Ιαπωνία παράγονται τα μέταλλα και τα χημικά, στην Ολλανδία φτιάχνεται το UV laser μηχάνημα από την ASML, απαραίτητο για τη δημιουργία των chips και μοναδικό στον κόσμο και στην Ταϊβάν και στην Νότια Κορέα η δημιουργία των chips. Η Κίνα προφανώς επιδιώκει να κατασκευάσει ένα δικό της supply chain έτσι ώστε να μην εξαρτάται από κανέναν.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ στο Bloomberg και στους NYTimes η Κίνα φέρεται να έχει υποκλέψει πληροφορίες για το μηχάνημα της ASML σε μια προσπάθεια να γίνει πιο ανεξάρτητη στην παραγωγή των chips. Σύμφωνα με ένα άλλο ρεπορτάζ αυτή τη φορά της Washington Post η Κίνα έφτιαχνε αμυντικά συστήματα χρησιμοποιώντας το σχεδιασμό και το software αμερικανικών εταιρειών τον οποίο αγόραζαν. Μετά όμως από την εκτόξευση ενός πυραύλου με ταχύτητα 5 φορές του ήχου και μη ανιχνεύσιμο από τα ραντάρ, η κυβέρνηση Μπάιντεν κινητοποιήθηκε, παρότι η Κίνα το αρνήθηκε δηλώνοντας ότι ήταν άσκηση του διαστημικού της προγράμματος.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν μπλόκαρε την πώληση του software και του σχεδιασμού από αμερικάνικες εταιρείες, καθώς και την παράδοση chips από άλλες χώρες, όπως η Ταϊβάν στη Κίνα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι εταιρείες να έχουν μεγάλες οικονομικές απώλειες όπως η Nvidia που λέγεται ότι έχασε πάνω από 400 εκατομμύρια δολάρια μόνο το πρώτο τρίμηνο εφαρμογής του μέτρου. Γι’ αυτό το λόγο η αμερικανική κυβέρνηση ψήφισε το «Chips Act» δίνοντας έτσι μεγάλα χρηματικά ποσά σε όλες αυτές τις εταιρείες να επενδύσουν σε εργοστάσια για chips, τα λεγόμενα FABS, σε αμερικανικό έδαφος.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Κίνας για τα chips έχει μόλις ξεκινήσει και δεν έχει φτάσει ακόμα τη κορύφωση του μιας και το AI (τεχνητή νοημοσύνη) είναι προ των πυλών και τα chips είναι ο νέος χρυσός. Τέλος είναι εμφανές ότι η Ευρώπη δυστυχώς δεν έχει καταφέρει να βρει ρόλο στο παγκόσμιο αυτό ζήτημα μιας και τεχνολογικά είναι πολύ πίσω συγκριτικά με τις ΗΠΑ και της χώρες της ανατολικής Ασίας.