Η πανδημία της Covid-19 δεν άφησε πίσω της μόνο μια παγκόσμια υγειονομική κρίση, αλλά και ένα βαθύ ψυχοκοινωνικό αποτύπωμα στα παιδιά καθώς είναι μια γενιά που μεγάλωσε με περιορισμούς, αποστάσεις και σιωπές. Το άγχος, η απομόνωση και η ανατροπή της καθημερινότητας επηρέασαν ιδιαίτερα τους πιο μικρούς, διαμορφώνοντας νέες, αναπάντεχες συνθήκες ανάπτυξης και μάθησης.

Η Ρεμπέκα Άντεργουντ, νηπιαγωγός στην Καλιφόρνια, βλέπει τις επιπτώσεις καθημερινά. Τα παιδιά που ξεκίνησαν τη ζωή τους εν μέσω lockdown — όπως η φετινή τάξη του 2025 — αντιμετωπίζουν κινητικές δυσκολίες και ανασφάλεια στο παιχνίδι. «Δεν πηδάνε εύκολα με τα δύο πόδια, αποφεύγουν να σκαρφαλώσουν», σημειώνει. Η αιτία; Έλλειψη ερεθισμάτων και κοινωνικών εμπειριών κατά τα πρώτα κρίσιμα χρόνια.

Παγκοσμίως, πάνω από δύο δισεκατομμύρια παιδιά είδαν τις ζωές τους να ανατρέπονται απότομα. Τα σχολεία έκλεισαν, οι σχολικές γιορτές ακυρώθηκαν, και οι εκπαιδευτικές απώλειες ήταν τεράστιες. Σε πολλές περιοχές, τα παιδιά έμειναν μακριά από τη δια ζώσης εκπαίδευση για περισσότερο από πέντε μήνες.

Οι επιστήμονες σήμερα αρχίζουν να αποτυπώνουν τη μακροχρόνια ζημιά. Έρευνες όπως η βρετανική BICYCLE, που μελετά παιδιά γεννημένα στα πρώτα lockdown, αποκαλύπτουν καθυστερήσεις στην ανάπτυξη γλώσσας και γνωστικών δεξιοτήτων. Η αναπτυξιακή ψυχολόγος Νίκολα Μπότινγκ σημειώνει: «Η επικοινωνία ήταν μία από τις δεξιότητες που επηρεάστηκαν έντονα». Τα βρέφη εκείνης της περιόδου στερήθηκαν επαφές με αγνώστους, ποικιλία προσώπων και φωνών — εμπειρίες απαραίτητες για κοινωνική ανάπτυξη.

Το φαινόμενο ήταν παγκόσμιο. Η UNESCO ανέφερε ότι, στο αποκορύφωμα της πανδημίας, 1,6 δισεκατομμύριο μαθητές δεν φοιτούσαν σε σχολεία. Ιδιαίτερα επλήγησαν παιδιά χωρίς πρόσβαση σε ψηφιακά μέσα, που έμειναν πίσω εκπαιδευτικά. Στις ΗΠΑ, μελέτες δείχνουν χειρότερες επιδόσεις παντού, ιδίως σε φτωχότερες κοινότητες.

Το 2025, διεθνής ανάλυση έδειξε πτώση 14% στα μαθηματικά, ισοδύναμη με επτά μήνες χαμένου διδακτικού χρόνου. Οι οικονομικές συνέπειες προβλέπονται εξίσου βαριές καθώς μόνο στις ΗΠΑ, το κόστος της μαθησιακής υστέρησης αγγίζει έως και 188 δισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο.

Επιπλέον, η πανδημία διεύρυνε κοινωνικές ανισότητες. Τα αγόρια, οι μετανάστες και μαθητές από περιοχές με μακρύτερα κλειστά σχολεία επηρεάστηκαν περισσότερο. Η τηλεκπαίδευση δεν κάλυψε τα κενά. Οι πρώιμες απώλειες στη μάθηση, όπως διαπιστώνει ο Μπαστιάν Μπέτχαουζερ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, παραμένουν και σε κάποιες περιπτώσεις επιδεινώνονται.

Αν και ορισμένες στοχευμένες παρεμβάσεις έχουν θετικό αντίκτυπο, δεν εφαρμόζονται ευρέως λόγω κόστους. Παράλληλα, μελέτες όπως εκείνη στο Ηνωμένο Βασίλειο καταγράφουν ανησυχητική άνοδο στην παιδική παχυσαρκία,  με προβλεπόμενο κοινωνικοοικονομικό κόστος που αγγίζει τα 8,7 δισεκατομμύρια λίρες.

Η Τζούντιθ Περιγκό του UCLA επιβεβαιώνει ότι η πανδημία ενίσχυσε ήδη υπαρκτές καθοδικές τάσεις σε γλωσσική και γνωστική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, εντοπίζει ενδείξεις αυξημένης συναισθηματικής ωριμότητας.

Παρόλα αυτά, το ψυχολογικό βάρος ήταν μεγάλο. Πολλά παιδιά εμφάνισαν αυξημένο άγχος, ευερεθιστότητα, ακόμα και συμπεριφορικά προβλήματα. Η οικογενειακή υποστήριξη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έκβαση. Όμως, όπως παρατηρεί η κοινωνική λειτουργός Τάντι Παρκς, πολλοί γονείς δεν είχαν τα ψυχικά αποθέματα να στηρίξουν τα παιδιά τους.

«Ακούω γονείς παιδιών 6 ετών να έχουν αγωνίες σαν να είχαν δίχρονα», σημειώνει.

Παρόλα αυτά, υπάρχουν και ενδείξεις ανάκαμψης. Η νέα τάξη της Άντεργουντ είναι πιο ανοιχτή και δεκτική, αν και οι κοινωνικές δεξιότητες ακόμα χρειάζονται ενίσχυση.

Καθώς η «γενιά του Covid» μεγαλώνει, οι βαθύτερες επιπτώσεις θα ξεδιπλώνονται σταδιακά. Το ερώτημα δεν είναι μόνο τι συνέβη,  αλλά τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα.