Ένα από τα πράγματα που χαρακτηρίζει την ιδιοσυγκρασία των Βρετανών είναι η προσήλωσή τους στην σταθερότητα. Αυτό αποτυπώνεται καθημερινά σε μια σειρά από κοινωνικές και πολιτικές εκφάνσεις. Η διατήρηση και ενίσχυση των παραδόσεών τους, οι οποίες στα μάτια άλλων λαών μπορεί να φαίνονται ακόμη και γελοίες, άλλα και το εκλογικό τους σύστημα, που ενισχύει τον δικομματισμό με στόχο να σχηματίζονται ισχυρές αυτοδύναμες κυβερνήσεις, αποτελούν δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Αξίζει να σημειωθεί πως μέχρι πρότινος όταν ένας νόμος έφερνε αλλαγές πάντα δινότανε επαρκής χρόνος, πολλές φορές πολύ περισσότερος από ό,τι χρειάζονταν, για να προσαρμοστούν όλοι οι εμπλεκόμενοι. Επιπλέον, πολύ σπάνια, σχεδόν ποτέ, δεν έγινε κάποια μεταρρύθμιση χωρίς την απαραίτητη περίοδο χάριτος. Στην φιλοσοφία της βρετανικής πολιτικής επικρατεί η άποψη πως δεν τα «γκρεμίζω όλα για να χτίσω κάτι καινούργιο από την αρχή, αλλά κρατάω ό,τι μπορώ και διορθώνω ό,τι εκτιμώ ότι πρέπει να διορθωθεί».

Από την εποχή της Μάργκαρετ Θάτσερ μέχρι και του Ντέιβιντ Κάμερον η χώρα έζησε σταθερές μακροχρόνιες κυβερνήσεις οι οποίες κατά βάση εφάρμοσαν σταθερές οικονομικές πολιτικές. Γι’ αυτό άλλωστε και η βρετανική οικονομία, χρόνια τώρα, ήταν η αγαπημένη των αγορών.

Στο πλαίσιο αυτής της νοοτροπίας πριν από μερικά χρόνια θα ήταν αδιανόητο η αντιπολίτευση να ζητήσει πρόωρες εκλογές γιατί, πολύ απλά, έστω και μια μικρή αναφορά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, εκτός των άλλων, θα την έβλαπτε και δημοσκοπικά. Αυτή η εικόνα όμως της Γηραιάς Αλβιώνας ανήκει στο παρελθόν.

Εδώ και εβδομάδες σύσσωμη η αντιπολίτευση ζητάει εκλογές. Την Τετάρτη μάλιστα είναι προγραμματισμένη διαδήλωση στο κέντρο του Λονδίνου με βασικό αίτημα την προσφυγή στις κάλπες. Όχι αδίκως, αν αναλογιστεί κανείς ότι από τις τελευταίες εθνικές εκλογές έχουν αλλάξει τρεις πρωθυπουργοί και η λέξη «αστάθεια» μονοπωλεί πια την πολιτική ζωή της χώρας.

Έτσι χωρίς καμία αμφιβολία αυτή είναι και η μεγαλύτερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει ο νέος πρωθυπουργός της χώρας, Ρίσι Σούνακ. Θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να σταθεροποιήσει την οικονομία, κρατώντας την κοινωνία και το κόμμα του ενωμένα ώστε τελικά να αποκαταστήσει την αξιοπιστία του Ηνωμένου Βασιλείου στο εξωτερικό.

Αυτό όμως δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά. Δεν είναι μόνο ο ανεξέλεγκτος πληθωρισμός που παράγει η ραγδαία αύξηση του κόστους ζωής ή ο πόλεμος στην Ουκρανία που ούτως ή άλλως έχουν επηρεάσει τις οικονομίες πολλών χωρών. Είναι και οι επιπτώσεις του Brexit που πλέον αρχίζουν να παίρνουν «σάρκα και οστά».

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Δημοσιονομικών Μελετών, μετά το Brexit «το Ηνωμένο Βασίλειο έχει χάσει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των εμπορικών του συναλλαγών με χώρες της ΕΕ συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών που πρόσφερε μέχρι τότε». Στο ίδιο μήκος κύματος και τα συμπεράσματα του Γραφείου Προϋπολογισμού του βρετανικού κοινοβουλίου το οποίο σε έκθεσή του την άνοιξη επισημαίνει πως «οι παγκόσμιες εμπορικές συναλλαγές της Βρετανίας έχουν μειωθεί κατά 15% εξαιτίας του Brexit». Από την άλλη, οι διμερείς εμπορικές συμφωνίες που έλπιζε ότι θα υπογράψει η Βρετανία με τρίτες χώρες όπως η Αυστραλία, η Ινδία και οι ΗΠΑ προς το παρόν τουλάχιστον δεν έχουν απτά αποτελέσματα.

Έτσι ίσως μια από τις προτεραιότητες του Ρίσι Σούνακ θα είναι να αποκατασταθούν όσο το δυνατόν γρηγορότερα οι εμπορικές σχέσεις Λονδίνου – Βρυξελλών. Ο Σούνακ όμως είναι ένας από τους πιο «φανατικούς» υποστηρικτές του Brexit. Είναι χαρακτηριστικό πως κατά την διάρκεια της πρώτης του προσπάθειας να κερδίσει την ηγεσία των Συντηρητικών, στην προεκλογική εκστρατεία του καλοκαιριού, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο ότι ήταν «θερμός υποστηρικτής της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ, από την πρώτη μέρα», όπως χαρακτηριστικά έλεγε το διαφημιστικό του σποτ. Έτσι είτε θα πρέπει να κάνει στροφή 180 μοιρών και να προσπαθήσει να τα «βρει» με τους Ευρωπαίους ηγέτες είτε να τους αγνοήσει και να εντείνει τις προσπάθειες για εμπορικές συμφωνίες με τρίτες χώρες.

Ο Σούνακ όμως έχει και μια σειρά από πιο άμεσες προκλήσεις μπροστά του. Αύριο Δευτέρα αναμένεται να ανακοινώσει το νέο δημοσιονομικό πρόγραμμα στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής των Κοινοτήτων το οποίο θα στοχεύει στην εξασφάλιση 40 δισ. στερλινών ώστε να καλυφθεί η μαύρη τρύπα των κρατικών ταμείων. Μεταξύ άλλων στο πρόγραμμα αυτό θα συμπεριλαμβάνεται αύξηση της φορολογίας και μείωση των δαπανών – σε μια εποχή που ήδη πολλά συνδικάτα έχουν ανακοινώσει ότι θα προβούν σε μαζικές κινητοποιήσεις αν η κυβέρνηση δεν προβεί σε αυξήσεις μισθών που θα φτάνουν το ύψος του πληθωρισμού.