Η πρώτη φασιστική, παρέμβαση #Ρουβίκωνα εναντίον γυναίκας δημοσιογράφου, για τρίχες! με βάση την ανακοίνωσή του. Στόχος, ο εκφοβισμός και η φίμωσή μου. Ακολούθησε της στοχοποίησής μου από δημοσιογράφους και εκδότες Σύριζα και ΚΚΕ μαζί με τους χυδαίους της υπόγας. Στο κενό σύντροφοι». Με αυτά τα λόγια η δημοσιογράφος Λίνα Κλείτου αντέδρασε δια των κοινωνικών μέσων στην επίθεση στην οικία της – που προφανή στόχο είχε την τρομοκράτησή της - από την αριστεριστική οργάνωση Ρουβίκωνας. 

Άλλη μια επίθεση λοιπόν κατά δημοσιογράφου. Η ενέργεια αυτή εγείρει ερωτήματα: ποιοι εκ της «προόδου», οι οποίοι μάλιστα είχαν το θράσος να μεθοδεύσουν το ψήφισμα κατά της πατρίδας μας στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, προωθούν τη φίμωση όσων ανθρώπων της ενημέρωσης δεν υιοθετούν τις ιδεοληψίες τους; Από το κυβερνών κόμμα εκδόθηκε η κάτωθι ανακοίνωση: «Η Νέα Δημοκρατία καταδικάζει, με τον πιο έντονο τρόπο, τη στοχοποίηση δημοσιογράφων και πολιτικών με καταδρομικές ενέργειες εναντίον τους, στα σπίτια και στα γραφεία τους. Απόπειρες εκφοβισμού και τρομοκράτησης δεν χωρούν σε δημοκρατικά πολιτεύματα. Η Αστυνομία και η Δικαιοσύνη θα δώσουν την απάντηση που οφείλουν. Σε κάθε περίπτωση, αναμένουμε την άμεση καταδίκη των πράξεων αυτών από όλες τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Η σιωπή σημαίνει ανοχή και η ανοχή είναι απαράδεκτη».

Πλέον, οι μάσκες πέφτουν. Το ποιοι και πως προσπαθούν να φιμώσουν τον Τύπο στην Ελλάδα και τι πρόσημο έχουν οι συμμορίες τους, είναι παραπάνω από προφανές. Δεν ξέρουμε αν κάποιος θα μπει στον κόπο να ενημερώσει την Ολλανδή ευρωβουλευτή Σόφι Ιν’τ Βελντ που με τόση σπουδή υιοθέτησε τις κατηγορίες κατά της Ελλάδας εκ μέρους όλων όσοι σήμερα σφυρίζουν αδιάφορα. Από υποκρισία, άλλο τίποτα. Η επίθεση στην οικία της Λίνας Κλείτου αποκαλύπτει προθέσεις αλλά και το ποιοι πραγματικά στην πατρίδα μας επιβουλεύονται την ελευθερία του Τύπου. Σε όλα αυτά προστίθεται και η απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία στηλιτεύει το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά της Ελλάδας. Οι επιθέσεις των «συντρόφων» κατά της πραγματικότητας, δεν τους πάνε – για άλλη μια φορά - πουθενά. Αντίθετα, τους ωθούν ακόμα βαθύτερα στο κοινωνικοπολιτικό περιθώριο.