Πριν από την Election Day της 3ης Νοεμβρίου 2020 είχαν ψηφίσει στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές περίπου 100 εκατομμύρια πολίτες. Από αυτούς γύρω στα 63 εκατομμύρια ψήφισαν «δι’ αλληλογραφίας», ακριβέστερα, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο που χρησιμοποιεί το ελληνικό Σύνταγμα, «με επιστολική ψήφο», οι υπόλοιποι με αυτοπρόσωπη παρουσία τους στα εκλογικά καταστήματα, πριν από την ημέρα της ψηφοφορίας.
Οπως προκύπτει και από το εκλογικό αποτέλεσμα στην Πενσιλβάνια, όπου το Δημοκρατικό Κόμμα έλαβε πάνω από το 75% της επιστολικής ψήφου, η νίκη του Τζο Μπάιντεν ήλθε μέσα από το ταχυδρομείο. Οι ψηφοφόροι των Δημοκρατικών ακολούθησαν μαζικά τη σύσταση του Μπάιντεν να χρησιμοποιήσουν τη μέθοδο της «επιστολικής ψήφου» για να μην επιδεινωθεί η επιδημιολογική κατάσταση στις ΗΠΑ. Οπως αποδείχθηκε, όμως, η επιστολική ψήφος διασφάλισε ταυτόχρονα και την υψηλότερη εκλογική συμμετοχή στην αμερικανική εκλογική συνταγματική ιστορία, κάτι που ωφέλησε κυρίως το Δημοκρατικό Κόμμα. Ο πρόεδρος Τραμπ είχε προβλέψει τον «κίνδυνο» αυτόν και κήρυξε μέσα στο καλοκαίρι αγώνα εναντίον της Ταχυδρομικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ, επιδιώκοντας ανεπιτυχώς την οικονομική της χρεοκοπία.
Στις ΗΠΑ η δυνατότητα της επιστολικής ψήφου παρέχεται σε όλους τους αμερικανούς πολίτες και όχι μόνο στους εκτός επικράτειας εκλογείς. Αντίθετα, στην Ελλάδα η επιστολική ψήφος αποτελεί ένα «προνόμιο» που παρέχεται μόνο στους εκτός επικράτειας εκλογείς (άρθρο 51 παρ. 4 Συντ.). Μάλιστα, υπό το καθεστώς του Συντάγματος του 1975, το οποίο προέβλεψε για πρώτη φορά τη δυνατότητα άσκησης του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την επικράτεια, ήταν ένα εριζόμενο ζήτημα εάν ο κοινός νομοθέτης θα μπορούσε να καθιερώσει την επιστολική ψήφο, έστω και μόνο για την κατηγορία αυτή των εκλογέων. Και τούτο διότι η επιστολική ψήφος δεν διασφαλίζει πλήρως την αρχή της μυστικότητας της ψήφου που κατοχυρώνεται ρητά στο άρθρο 51 παρ. 3 Συντ.
Πράγματι, η αρχή της μυστικότητας της ψήφου, στην ολοκληρωμένη της έκφραση, προϋποθέτει την ψήφο σε έναν «ξεχωριστό χώρο», δηλαδή στο παραβάν, όπου κανείς άλλος εκτός από τον ίδιο τον ψηφοφόρο δεν μπορεί να γνωρίζει το περιεχόμενο της ψήφου του. Αυτή η έννοια της μυστικότητας της ψήφου συναρτάται άμεσα με τον χαρακτήρα της ψήφου όχι μόνον ως δικαιώματος αλλά συγχρόνως και ως καθήκοντος, δηλαδή με την απαγόρευση της παραβίασης της αρχής της μυστικότητας, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, και από τον ίδιο τον ψηφοφόρο. Αντίθετα, στις ΗΠΑ, η αρχή της μυστικότητας εξαντλείται στη διασφάλιση της ανωνυμίας της ψήφου, ενώ η παραβίαση της μυστικότητας από τον ίδιο τον ψηφοφόρο, στην περίπτωση τουλάχιστον της επιστολικής ψήφου, όπου αυτός μπορεί να ψηφίζει χωρίς να είναι αθέατος από τρίτους, θεωρείται ένα ιδιωτικό ζήτημα.
Ετσι στην Ελλάδα, ακόμη και για την καθιέρωση της επιστολικής ψήφου για τους εκτός επικράτειας εκλογείς, χρειάστηκε η παρέμβαση του αναθεωρητικού νομοθέτη, ο οποίος το 2001 προέβλεψε τη δυνατότητα αυτήν, όμως αποκλειστικά μόνο για τους Έλληνες πολίτες που βρίσκονται έξω από την επικράτεια. Με τη νέα συνταγματική ρύθμιση ξεπεράστηκε το ζήτημα της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών, αφού ορίστηκε ρητά στο άρθρο 51 παρ. 4 Συντ. ότι η αρχή αυτή σημαίνει καταμέτρηση όλων των ψήφων την ίδια ημέρα (βλ. Ευ. Βενιζέλος, «Το αναθεωρητικό κεκτημένο», 2002, σ. 250), η ψηφοφορία όμως με επιστολική ψήφο καθιερώθηκε μόνον ως εξαίρεση για τη διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος της ψήφου από τους εκτός επικράτειας εκλογείς.
Ο Χαράλαμπος Ανθόπουλος είναι καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης ΕΑΠ
από Τα Νέα