Το Εικοσιένα αποτελεί την ευρωπαϊκότερη και συγχρόνως την οικουμενικότερη στιγμή της ελληνικής ιστορίας, σύμφωνα με τον ιστορικό Σπύρο Ασδραχά.
Για το μεν πρώτο εύκολα κάποιος μπορεί να συγκεντρώσει τα αναγκαία τεκμήρια, με πιο σημαντικό από αυτά το γεγονός πως το Ελληνικό Ζήτημα, ενώ προβλήθηκε αρχικά ως μια επιμέρους πλευρά του Ανατολικού ζητήματος, γρήγορα εξελίχτηκε σε καθαρώς ευρωπαϊκό πρόβλημα, με τη ζωηρή εμπλοκή μάλιστα σε αυτό του συνόλου σχεδόν της ευρωπαϊκής διανόησης. Η τελική έκβασή του, με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, προσανατόλισε οριστικά και αμετάκλητα, παρά τις κάποιες ιδεολογικές κυρίως παρεκκλίσεις, την Ελλάδα προς την Ευρώπη. Για το δεύτερο, την οικουμενικότητα δηλαδή της Ελληνικής Επανάστασης, μόνο εάν παρακολουθήσουμε τις μεγάλες ανατροπές που την ακολούθησαν, και όχι μόνο στον χώρο της Βαλκανικής, θα αντιληφθούμε την ύπαρξη και αυτής της διάστασης. Σε αυτό συνηγορούν επιπλέον και ορισμένοι Τούρκοι ιστορικοί που θεωρούν την Ελληνική Επανάσταση γεγονός μείζονος σημασίας στη μακρά πορεία του πολιτικού εκσυγχρονισμού και της μετάβασης από την οθωμανική στην τουρκική πραγματικότητα. 0α επιδιώξουμε τώρα να υπενθυμίσουμε με σύντομο και εύληπτο τρόπο τις σημαντικές στιγμές της Επανάστασης, που μας κάνουν όλους υπερήφανους, αλλά και τις στιγμές που μας προβληματίζουν και απαιτούν τη σύνεση και τη συναίνεση όλων απέναντι στα μείζονα προβλήματα που κατά καιρούς αντιμετωπίζει ο τόπος, χωρίς πρόθεση εμβάθυνσης σε κάποια πλευρά του ίδιου γεγονότος, ούτε ενασχόλησης με τα ποικίλα ιδεολογικά ζητήματα που σχετίζονται με αυτό.
Από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, οι φωνές που διατύπωναν με απόλυτο τρόπο την πίστη τους στις δυνάμεις του Γένους και τη βεβαιότητα για την επιτυχία της επερχόμενης Επανάστασης πλήθαιναν συνεχώς. Τα γεγονότα του 1770, περισσότερο γνωστά ως Ορλωφικά, ξεκαθάρισαν στη συνείδηση των περισσοτέρων ότι, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Ιωάννης Καποδίστριας το 1811, «ως Ελλην οφείλει μόνον εκείνη την ελευθερία να επιθυμή, την οποίαν οι’Ελληνες ήθελον αποκτήσει δια των ιδίων των δυνάμεων». Οι δυνάμεις, όμως αυτές ήταν πλέον έτοιμες, ύστερα από μια μακρά περίοδο προετοιμασίας: στα βουνά οι αρματολοί και οι κλέφτες, στις θάλασσες οι ατρόμητοι ναύτες του Αιγαίου, στις πόλεις και τα χωριά ο κλήρος και ο λαός, στις παροικίες του εξωτερικού οι πλούσιοι έμποροι και οι διανοούμενοι.
Το δύσκολο έργο της προετοιμασίας της Επανάστασης που είχε ξεκινήσει ο Ρήγας Βελεστινλής (1757-1798), με το διαφωτιστικό και εθνεγερτικό του έργο, ανέλαβαν να συνεχίσουν μερικά χρόνια αργότερα τρεις πατριώτες με την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, το Σεπτέμβριο του 1814, στη μακρινή Οδησσό. Λίγο καιρό μετά την ίδρυση της Εταιρείας από τους Εμμανουήλ Ξάνθο, Νικόλαο Σκουφά και Αθανάσιο Τσακάλωφ ο αριθμός των μελών της διαρκώς μεγάλωνε, δημιουργώντας έτσι ένα δίκτυο μυημένων που κάλυπτε πλέον την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Στις 22 Φεβρουάριου 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πέρασε τον ποταμό Προύθο, φυσικό σύνορο ανάμεσα στη Ρωσία και τις αυτόνομες Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, και στις 24 του ίδιου μήνα απηύθυνε από το Ιάσιο την επαναστατική προκήρυξή του, «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», ενώ άρχισε να στρατολογεί νέους. Στις 10 Μαρτίου, στη Φωξάνη, συγκροτήθηκε ο Ιερός Λόχος, τον πυρήνα του οποίου αποτελούσαν μαθητές του ελληνικού σχολείου της Οδησσού.
Η Επανάσταση όμως στις Ηγεμονίες, παρά την κατάπνιξή της μετά τη μάχη του Δραγατσανίου τον Ιούνιο του 1821, είχε πετύχει το στρατηγικό της στόχο, να απασχολήσει δηλαδή ισχυρές τουρκικές δυνάμεις μακριά από την Ελλάδα και κυρίως την Πελοπόννησο, όπου ο ξεσηκωμός είχε ξεκινήσει λίγους μήνες πριν.
Από τα μέσα Μαρτίου του 1821 ήταν φανερό ακόμα και στους Τούρκους πως η ώρα είχε φτάσει. Στις 23 Μαρτίου 1821 ο Παλαιών Πατρών Γερμανός όρκισε σε μια σημαία που έφερε μαζί του ο Ανδρέας Λόντος τους επαναστάτες στην πλατεία Αγίου Γεωργίου στην Πάτρα.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης την ίδια ημέρα επικεφαλής πολλών αγωνιστών απελευθέρωσαν την Καλαμάτα. Λίγες μέρες αργότερα ξέσπασε η Επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα, στα Σάλωνα, το Γαλαξίδι, το Λιδορίκι, τη Θήβα, τη Λιβαδειά, την Αθήνα. Τους επόμενους μήνες η επαναστατική φλόγα είχε απλωθεί στην Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και την Μακεδονία. Παντού οι κατακτητές είχαν μεταβληθεί σε πολιορκούμενους. Κλεισμένοι μέσα στα κάστρα, περιτριγυρισμένοι από τους αποφασισμένους πολιορκητές τους προσπαθούσαν να κερδίσουν χρόνο μέχρι να φτάσει η βοήθεια. Πράγματι, ο Χουρσίτ πάσας, ο οποίος βρισκόταν τότε στην Ηπειρο διεξάγοντας στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον του Αλή Πασά, έστειλε στην Πελοπόννησο τον Μουσταφά Μπέη με 4000 άνδρες για να χτυπήσει τους επαναστάτες.
Ο Κολοκοτρώνης, στο μεταξύ, πολιορκούσε την Τριπολιτσά, πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό κέντρο του Μόριά.
Στη Ρούμελη, την ίδια περίοδο, η πολεμική δράση των επαναστατών ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Επικεφαλής των τουρκικών στρατευμάτων που κατευθύνονταν προς την ανατολική Στερεά Ελλάδα ο Κισσέ Μεχμέτ πασάς και ο Ομέρ Βρυώνης. Στις 23 Απριλίου 1821 ο Αθανάσιος Διάκος προσπάθησε να τους εμποδίσει στη γέφυρα της Αλαμάνας χωρίς επιτυχία. Ο μαρτυρικός θάνατος του Διάκου ενίσχυσε όμως το αγωνιστικό φρόνημα των επαναστατών της Ρούμελης και οδήγησε λίγο μετά τον Οδυσσέα Ανδρούτσο σε μια θυελλώδη επίθεση εναντίον των Τούρκων στο Χάνι της Γραβιάς.
Η συντριβή ωστόσο του ισχυρού στρατιωτικού σώματος του Μπεϊράν πασά στα Βασιλικά της Λοκρίδας από τις δυνάμεις του Γκούρα και του Δυοβουνιώτη, στα τέλη Αυγούστου, έκανε αδύνατη πλέον την προσφορά οποιοσδήποτε βοήθειας στους πολιορκούμενους της Πελοποννήσου. Έτσι, στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, η Τριπολιτσά έπεσε και εξουδετερώθηκε η πιο σημαντική εστία τουρκικής αντίστασης στη νότια Ελλάδα.
Αντίθετα με ό,τι συνέβη στη νότια Ελλάδα, η επιτυχία οποιοσδήποτε επαναστατικής ενέργειας στις υπόλοιπες περιοχές της ηπειρωτικής χώρας ήταν μια δύσκολη υπόθεση, αφού κοντά σε αυτές έδρευαν ισχυρότατες στρατιωτικές μονάδες των Τούρκων.
Λίγο μετά την έναρξη της Επανάστασης στην νότια ηπειρωτική Ελλάδα άρχισε η εξέγερση των νησιών του Αρχιπελάγους. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο μεγάλο ξεσηκωμό διαδραμάτισαν η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά, νησιά που διέθεταν ισχυρό και εμπειροπόλεμο στόλο. Ακολούθησαν οι Κυκλάδες και τα άλλα μικρότερα νησιά.
Η Κρήτη δεν μπορούσε να μείνει μακριά από την επαναστατική κινητοποίηση και παρά τις ανηλεείς σφαγές και διώξεις οι Κρητικοί συνέχισαν την επανάστασή τους.
Στη Σάμο ο Λυκούργος Λογοθέτης κήρυξε την Επανάσταση και οι Τούρκοι έσπευσαν να στείλουν ισχυρές δυνάμεις για την καταστολή της.
Το 1822 άρχισε με την ψήφιση από την Α’ Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων του πρώτου από τα πρώτα συνταγματικά κείμενα του συντάχτηκαν στη διάρκεια του Αγώνα, του Προσωρινού Πολιτεύματος της Επιδαύρου.
Στον νησιωτικό χώρο η καταστροφή της Χίου αποτέλεσε μια εγκληματική νίκη για τους Τούρκους και μια στροφή της ευρωπαϊκής πολιτικής αλλά κυρίως της κοινής γνώμης υπέρ των Ελλήνων και του αγώνα τους δίνοντας ώθηση στο κίνημα του φιλελληνισμού.
Στη νότια χώρα ο αγώνας χάνει έδαφος με την επέλαση των δυνάμεων του Μαχμούτ πασά Δράμαλη.
Την κατάσταση διέσωσε η νίκη του Κολοκοτρώνη κατά του Δράμαλη στα Δερβενάκια Ανάλογη προσπάθεια των Τούρκων υπό τους Κιουταχή και Ομέρ Βρυώνη για την κατάληψη της στρατηγικής σημασίας πόλης του Μεσολογγίου απέτυχε το 1822.
Το 1823 οι Τούρκοι επιχείρησαν αρκετές μικρής μάλλον κλίμακας εκστρατείες, με εξαίρεση τη φιλόδοξη προσπάθεια του Μουσταή πασά και του Ομέρ Βρυώνη που κατέληξε σε ήττα των Τούρκων στο Κεφαλόβρυσο κοντά στο Καρπενήσι, με παράλληλη απώλεια για τους Έλληνες του Μάρκου Μπότσαρη.
Το 1823 αποτέλεσε, όμως, και μια χρονιά μεγάλων αλλαγών στην τοποθέτηση του ελληνικού ζητήματος ανάμεσα στα προβλήματα που απασχολούσαν τους ευρωπαίους διπλωμάτες. Πρώτη ένδειξη αλλαγής υπήρξε η αναγνώριση από τον Αγγλο υπουργό εξωτερικών Γεώργιο Κάνιγκ, το Μάρτιο του 1823, των Ελλήνων ως εμπολέμων. Η δεύτερη και σαφώς πιο ουσιαστική αγγλική εκδήλωση υπέρ των Ελλήνων υπήρξε η σύναψη, το Φεβρουάριο του 1824, στο Λονδίνο, δανείου ύψους 800.000 λιρών ανάμεσα σε Αγγλους κεφαλαιούχους και τους εκπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης. Με τη σύναψη των δανείων του Αγώνα η Ελλάδα αποκτούσε προστάτες.
Το Μάρτιο -Απρίλιο της ίδιας χρονιάς όμως εμφανίστηκαν οι πρώτες αντιθέσεις ανάμεσα στους στρατιωτικούς και τους πολιτικούς, στη διάρκεια των εργασιών της Β’ Εθνοσυνέλευσης. Με τη διάλυση της Πελοποννησιακής Γερουσίας και την απώλεια του βαθμού του αρχιστρατήγου ο Γέρος του Μόριά και κατ’ επέκταση οι στρατιωτικοί θεωρήθηκαν οι μεγάλοι «χαμένοι». Διαλύθηκε το Βουλευτικό και όσοι δεν συμφώνησαν με τον Κολοκοτρώνη κατέφυγαν στο Κρανίδι.
Έτσι το 1824 υπήρχαν δύο κυβερνήσεις, η μία στην Τρίπολη υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και η άλλη στο Κρανίδι υπό τον Γεώργιο Κουντουριώτη. Το Μάρτιο του 1824 οι κυβερνητικοί στράφηκαν κατά των στρατιωτικών και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης προχώρησε σε συνδιαλλαγή με τον Κουντουριώτη και με τη χορήγηση αμνηστίας έληξε η α’ φάση του εμφυλίου πολέμου.
Η β’ φάση του εμφυλίου προκλήθηκε από νέες συγκρούσεις μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών και συνοδεύτηκε από σφοδρές συγκρούσεις. Τις συγκρούσεις ακολούθησαν οι φυλακίσεις των Κολοκοτρώνη, Δεληγιανναίων, Νοταρά και Ανδρούτσου, που το 1825 φυλακισμένος στην Ακρόπολη των Αθηνών θα δολοφονηθεί. Το γεγονός αυτό τερμάτισε τον επώδυνο εμφύλιο πόλεμο, αφύπνισε τους αγωνιστές που σε λίγο κλήθηκαν να δια-σώσουν όπως μπορούσαν τον Αγώνα που κατέρρεε με την εμφάνιση των Αιγυπτίων του Μοχάμεντ Αλη, που συστηματικά διέλυσαν την Επανάσταση στην Κρήτη, Κάσο, Ψαρά. Μικρή ανάσα στους αγωνιστές θα δώσουν οι επιτυχίες του ελληνικού στόλου με αποκορύφωμα τη ναυμαχία του Γέροντα (29/8/1824).
Οι Τούρκοι πέτυχαν να καταπνίξουν την Επανάσταση στα Ψαρά, την Κάσο και την Κρήτη, ενώ ο νότος της ελληνικής χερσονήσου γνώρισε τη δύναμη των όπλων του Αιγύπτιου Ιμπραήμ πασά.
Το 1825 η Επανάσταση κινδυνεύει. Στο Κρεμμύδι, στο Νεόκαστρο και στη Σφακτηρία, στο Μανιάκι, οι συγκρούσεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Ο Αναγνωσταράς, ο φιλέλληνας Σανταρόζα, ο Παπαφλέσσας έχασαν τη ζωή τους σε αυτές τις μάχες. Ευτυχώς την κατάσταση ανέτρεψε η επιτυχής απόκρουση των αιγυπτιακών στρατευμάτων στους Μύλους από τους Μακρυγιάννη, Δ. Υψηλάντη, Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη (13/6/1825).
Το Μεσολόγγι έπεσε ηρωικά στις 10 Απριλίου 1826, ύστερα από πολιορκία ενός έτους από τον Κιουταχή, τον οποίο ενίσχυσε ο Ιμπραήμ. Οι σφαγές που ακολούθησαν την πτώση της πόλης και ο αχός των γεγονότων συγκλόνισε Έλληνες, φιλέλληνες και ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
Το 1826, στις 4 Απριλίου, υπογράφτηκε το πρώτο πρωτόκολλο στην Πετρούπολη μεταξύ Ρωσίας και Αγγλίας, οι οποίες συμφώνησαν να μεσολαβήσουν για την αποκατάσταση της ειρήνης στη βάση της ίδρυσης αυτόνομου ελληνικού κράτους.
Το 1826 συνεχίστηκε με συγκρούσεις αμφίρροπης επιτυχίας και από τις δύο πλευρές. Τον Μάιο του 1826 η Αθήνα παραδόθηκε στον Κιουταχή ενώ σκοτώθηκε ο Καραϊσκάκης.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1827 τα πράγματα είχαν δυσκολέψει εξαιρετικά στην Πελοπόννησο εξαιτίας της δράσης του Ιμπραήμ.
Ωστόσο οι Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις είχαν κατανοήσει ότι στον ελλαδικό χώρο είχε δημιουργηθεί μια κατάσταση που απαιτούσε τη δράση τους προτού γίνει ανεξέλεγκτη.
Έτσι στις 6 Ιουλίου 1827 υπογράφτηκε η συνθήκη του Λονδίνου (Ιουλιανή Σύμβαση) μεταξύ Ρωσίας, Αγγλίας και Γαλλίας. Η συνθήκη επαναλάμβανε τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης αλλά προέβλεπε ότι στην περίπτωση που η Πύλη δεν προχωρούσε σε ανακωχή και δεν αποδεχόταν τη μεσολάβηση των τριών Δυνάμεων οι τελευταίες θα αναλάμβαναν να επιβάλουν την παύση των εχθροπραξιών με τους στόλους τους.
Η ναυμαχία στο Ναβαρίνο στις 20 Οκτωβρίου 1827 επιστέγασε την Ιουλιανή Σύμβαση και επιτάχυνε δραματικά τις εξελίξεις για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους.
Το 1828 μετά τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με την Πύλη οι πρεσβευτές των τριών Δυνάμεων εγκαταστάθηκαν στον Πόρο για να έχουν απευθείας συνομιλίες με τον Ιωάννη Καποδίστρια, ήδη εκλεγμένο από την Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ως κυβερνήτη του ελληνικού κράτους. Ακολούθησαν η Συνδιάσκεψη του Λονδίνου (28/12/1828) και το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (22/3/1829) που όρισαν τα πρώτα σύνορα του φόρου υποτελούς στον Σουλτάνο ελληνικού κράτους. Η άρνηση του Σουλτάνου να δεχτεί το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, οι αέναες προσπάθειες του Καποδίστρια και η ήττα της Τουρκίας στον ρωσοτουρκικό πόλεμο, αλλά και η υπογραφή της Συνθήκης της Αδριανούπολης, με την οποία η Πύλη αποδεχόταν τη δημιουργία αυτόνομου ελληνικού κράτους, η ανεξαρτησία των Ελλήνων ήταν πλέον κοντά. Στις 3 Φεβρουάριου 1830 υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, το οποίο αποτελεί τη γενέθλια πράξη του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Ακολούθησαν πολλές αλλαγές μέχρι την υπογραφή των οριστικών συνθηκών το 1832, που ολοκλήρωσαν και δικαίωσαν τις επαναστατικές προσπάθειες των Ελλήνων.
Οι Έλληνες με την Επανάσταση του 1821 δημιούργησαν μια κρατική οντότητα ιδιαίτερα εύθραυστη, με πολύ περιορισμένα σύνορα. Ήταν όμως το πρώτο βήμα που θα τους επέτρεπε να αγγίζουν το όραμα μιας Ελλάδας που θα περιλάμβανε στους κόλπους της όλους τους έως τότε αλύτρωτους ελληνικούς πληθυσμούς.
ΕΛΕΝΗ ΑΝΤΩΝΑΡΑΚΟΥ, ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΠΟΛΗΣ (ΚΑΠΝΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ) ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ, ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΣΤΥΛΙΟΥ, ΤΕΥΧΟΣ 016