Ο Μπέκετ στο μνημειώδες έργο του «Περιμένοντας τον Γκοντό» βάζει τους δύο πρωταγωνιστές σε μια αέναη αναμονή για κάποιον άγνωστο άνθρωπο. Δυο άνδρες, ο Βλαντιμίρ κι ο Εστραγκόν, συναντιούνται κοντά σε ένα δένδρο, συζητούν, συναντιούνται με άλλους ανθρώπους, οι μέρες περνούν αλλά ο Γκοντό δεν έρχεται. Οι δυο άντρες όλο αποφασίζουν να φύγουν, αλλά η αυλαία πέφτει με το τέλος κάθε ημέρας και κανείς από τους δυο φεύγει από τη θέση του.
Αντιστοίχως, ο Κωνσταντίνος Καβάφης στο ποίημα «Περιμένοντας τους βαρβάρους» βάζει στην αναμονή μια ολόκληρη κοινωνία που περιμένει κάποιους «βαρβάρους», οι οποίοι θα έδιναν «μια κάποια λύση», αλλά τελικώς αποδεικνύεται ότι «βάρβαροι πια δεν υπάρχουν».
Και τα δύο έργα αντικατοπτρίζουν επαρκώς το σπιράλ φθοράς που έχει παγιδευτεί η «προοδευτική» αντιπολίτευση. Ευρισκόμενοι σε μια (εκούσια) αναμονή περιμένουν αενάως να ωριμάσουν οι συνθήκες για να πέσει ο Μητσοτάκης, να βρεθεί ένας ολιγάρχης να τα βάλει με την κυβέρνηση, να βρεθεί ένα «σκάνδαλο», να γίνει το rebranding του Αλέξη, να ανέβουν -ω του θαύματος- τα ποσοστά τους, να σταματήσουν οι πόλεμοι και να έλθει παγκόσμια ειρήνη, να μπει η βουλευτική αποζημίωση (διότι Αριστεροί είμαστε, όχι κορόιδα), να έρθει το delivery με τα σουβλάκια -πάντα χωρίς τζατζίκι και κρεμμύδι διότι μπορεί να γίνει επανάσταση ανά πάσα ώρα και ίσως χρειαστεί να τρέξουμε.
Στο μεσοδιάστημα της αναμονής στήνουν κάθε τόσο από ένα κιτς σόου στη Βουλή ή στα κανάλια, το οποίο περιλαμβάνει κάθε λογής μονόπρακτα νούμερα: αήθεις επιθέσεις και χυδαιότητες, τραγούδια, αλυχτίσματα και άναρθρες κραυγές κλπ. Ο Μπέκετ τουλάχιστον ήταν πιο ευρηματικός: έβαζε τους δύο πρωταγωνιστές να προσπαθούν να αυτοκτονήσουν δια του απαγχονισμού όσο περίμεναν τον Γκοντό, αλλά δεν είχαν σκοινί παρά μόνο τη ζώνη του ενός και αφού δεν μπορούσαν να αποφασίσουν ποιος θα τη χρησιμοποιήσει πρώτος, εγκατέλειπαν απογοητευμένοι την προσπάθεια.
Παρόλη την υπερπροσπάθεια της αντιπολίτευσης, η επανάσταση επιμένει να μην έρχεται. Η κυβέρνηση συνεχίζει να έχει ισχυρή πλειοψηφία (τόσο στη Βουλή, όσο και στην κοινωνία) και ετοιμάζεται να διανείμει το πλεόνασμα του προϋπολογισμού στα αδύνατα στρώματα, οι δε υποθέσεις διασπάθισης κοινοτικών πόρων διερευνώνται από τις αρμόδιες αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (οι οποίες προς ώρας δεν φαίνεται να συμφωνούν με τις αρλούμπες της αντιπολίτευσης για «κυβέρνηση – εγκληματική οργάνωση» και «κυβέρνηση Καμόρα»).
Και εν τέλει, το μόνο που περιμένουν στην αντιπολίτευση είναι να περάσει η ώρα να πέσουν για ύπνο.