Την πεποίθηση ότι η Ελλάδα έχει «όλες τις προϋποθέσεις για ν’ αποτελέσει την ευχάριστη εξαγωγική έκπληξη της Ευρώπης», εξέφρασε σήμερα, από την 86η ΔΕΘ, ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμώνων (ΣΟΕ), Μιχάλης Αργυρού, επισημαίνοντας ότι τα τελευταία χρόνια συντελείται μια θετική «σιωπηλή μεταμόρφωση στο εξωτερικό ισοζύγιο της χώρας», η διεύρυνση του οποίου (όταν συμβαίνει) δεν οφείλεται πλέον σε απώλειες ανταγωνιστικότητας σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε στη δεκαετία του 2000.

Ο κ. Αργυρού επισήμανε ακόμα ότι η σημερινή κρίση, που παρότι επηρεάζει την οικονομία, δεν είναι οικονομική, αλλά κυρίως γεωπολιτική, ανοίγει τον δρόμο και για ευκαιρίες.

Περισσότερες επενδύσεις σημαίνουν μεγαλύτερη παραγωγή στην Ελλάδα και μεγαλύτερη παραγωγή φέρνει υψηλότερες εξαγωγές, είπε, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης που διοργάνωσε το ΣΟΕ.

Όπως επισήμανε ο πρόεδρος του ΣΟΕ, η Ελλάδα έχει πλέον γίνει πολύ πιο εξωστρεφής οικονομία, έχοντας διπλασιάσει τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών της ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, στο 41% το 2021 από 22% το 2010.

Επιπλέον, σε όρους ΑΕΠ, η Ελλάδα πραγματοποίησε περισσότερες εξαγωγές (σε όρους ΑΕΠ) από παραδοσιακές βιομηχανικές δυνάμεις, όπως οι χώρες Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία και άγγιξε το ποσοστό της Πορτογαλίας, χώρα η οποία για πολλούς αναλυτές αποτελεί πρότυπο επιτυχημένης αλλαγής μοντέλου ανάπτυξης, με βάση την εξωστρέφεια. Επιπρόσθετα, το 2008, η Ελλάδα είχε μόνο μια κατηγορία προϊόντων με εξαγωγές πάνω από το 1% του ΑΕΠ, τα πετρελαιοειδή. Το 2021 οι κατηγορίες με εξαγωγές άνω των 2 δισ. ευρώ (ήτοι πάνω από το 1% του ΑΕΠ) αυξήθηκαν σε έξι.

Πλησιάζουμε τη Γερμανία σε εξαγωγές τεχνολογίας, ως ποσοστό επί των συνολικών βιομηχανικών εξαγωγών!

Η χώρα έχει αρχίσει να παρουσιάζει επιδόσεις πρωταθλήτριας και στις εξαγωγές τεχνολογίας ως συνολικό ποσοστό επί των εξαγωγών βιομηχανικών προϊόντων, πλησιάζοντας μάλιστα τη Γερμανία! Συγκεκριμένα, το 13,2% των ελληνικών εξαγωγών βιομηχανικών προϊόντων αφορούσε το 2020 την τεχνολογία, έναντι 9% για την Ιταλία, περίπου 8% για την Ισπανία, 7% για την Πορτογαλία και 15,5% για τη Γερμανία. Κατά τον κ.Αργυρού, αυτό συνέβη διότι η Ελλάδα έδωσε φορολογικά κίνητρα για επένδυση σε Έρευνα και Ανάπτυξη, αλλά και τριπλασίασε τη σχετική δημόσια επένδυση ως ποσοστό του ΑΕΠ (1,5% του ΑΕΠ το 2020 έναντι 0,6% το 2010).

Συνοψίζοντας, ο κ. Αργυρού εμφανίστηκε αισιόδοξος για την πορεία των εξαγωγών και την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, λέγοντας ότι υπέρ της αισιοδοξίας αυτής συνηγορεί η φιλομεταρρυθμιστική και φιλοαναπτυξιακή πολιτική της κυβέρνησης, τα υψηλά κεφάλαια, που είναι για πρώτη φορά διαθέσιμα για επενδύσεις στην παραγωγή, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου και της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, οι αξίες ενεργητικού και εργατικού δυναμικού που μπορούν να στηρίξουν κερδοφόρες επενδύσεις και η εικόνα της ως αξιόπιστου δυτικού συμμάχου.