Η απώλεια ενός παιδιού είναι μια πληγή που δεν κλείνει ποτέ για τους γονείς του. Δεν έχει σημασία αν το γνωρίζαμε προσωπικά· ο πόνος αγγίζει κάθε άνθρωπο, γιατί μιλάει στην πιο βαθιά, ανθρώπινη πλευρά μας. Η απώλεια δεν γνωρίζει ιδεολογίες, πολιτικές ταυτότητες ή κοινωνικά όρια. Είναι μια παγκόσμια γλώσσα θλίψης.
Όταν φεύγει ένας νέος άνθρωπος, χάνεται κάτι πολύ περισσότερο από μια ζωή που έσβησε πρόωρα. Χάνεται η υπόσχεση ενός μέλλοντος, τα γέλια που δεν θα ακουστούν ποτέ, οι στιγμές που δεν θα δημιουργηθούν, τα όνειρα που δεν θα πραγματοποιηθούν. Ο χρόνος παγώνει, και για όσους μένουν πίσω, η απουσία γίνεται μόνιμος σύντροφος.
Σε τέτοιες στιγμές, οι διαφορές μικραίνουν. Αυτό που μένει είναι η συμπόνια, η ανάγκη να σταθούμε δίπλα στον άλλον, να απλώσουμε το χέρι μας και να πούμε «είμαι εδώ». Η κοινωνία δοκιμάζεται όχι μόνο από τις τραγωδίες που βιώνει, αλλά από τον τρόπο που επιλέγει να ανταποκριθεί σε αυτές.
Η συναισθηματική της νοημοσύνη και η ενσυναίσθηση που οφείλει να είναι το κύριο αντανακλαστικό της τέτοιες ώρες, καθορίζουν την ωριμότητά της και τη συνέχειά της στο διηνεκές.
Η θλίψη για ένα νέο άνθρωπο που χάθηκε δεν είναι θέμα συμφερόντων ή αντιπαραθέσεων. Είναι βαθιά ανθρώπινη. Μας υπενθυμίζει πως, κάτω από κάθε ρόλο και κάθε ετικέτα, είμαστε απλώς άνθρωποι που μπορούν να πονέσουν, αλλά και να αγαπήσουν. Και ίσως εκεί, μέσα στον πόνο, να βρίσκεται η σπάνια ευκαιρία να θυμηθούμε πόσο πολύτιμη είναι κάθε ζωή, να εκτιμήσουμε τα δεδομένα, και να πάψουμε να χαρίζουμε απλόχερα αναβολές κάθε που θέλουμε να πούμε τη λέξη «σ΄αγαπώ», αλλά ξεγελιόμαστε νομίζοντας πως θα έχουμε κι άλλη ευκαιρία.