Η Εφη Αχτσιόγλου είναι η πρώτη που άνοιξε επισήμως πλέον τον χορό της διαδοχής του Αλέξη Τσίπρα στον ΣΥΡΙΖΑ. Για πολλούς αποτελεί μάλιστα αδιαφιλονίκητο φαβορί, ωστόσο η εκτίμηση αυτή θα πρέπει ν’ αποδειχθεί στην πράξη, καθώς πολλές είναι οι περιπτώσεις –ιδιαίτερα στην Ελλάδα– όπου τα αρχικά προγνωστικά διαψεύστηκαν από το τελικό αποτέλεσμα. Ηδη πάντως στα πηγαδάκια και στο περιστύλιο της Βουλής έχουν αρχίσει οι συζητήσεις εάν η κυρία Αχτσιόγλου μπορεί να σταθεί απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη και ν’ αποτελέσει το αντίπαλον δέος του πρωθυπουργού και αρχηγού της ΝΔ.

Γράφει η Έρση Παπαδάκη

Η απάντηση εξαρτάται εν πολλοίς από τις συνθήκες που θα επικρατήσουν αργότερα, αλλά και από την κατάσταση στην οποία θα βρεθεί ο ΣΥΡΙΖΑ το επόμενο διάστημα. Εάν δηλαδή θα καταφέρει να μαζέψει τα κομμάτια του και να βρει τον βηματισμό του, ο οποίος δεν είναι μόνο θέμα της κυρίας Αχτσιόγλου ή όποιου άλλου αρχηγού. Το κρίσιμο δηλαδή είναι εάν θα καταφέρει να διατηρήσει τη συνοχή του, εάν θ’ αντιμετωπίσει το φαινόμενο της πολυφωνίας και –ιδίως– της κακοφωνίας και εάν θα παρουσιάσει μια συγκροτημένη προγραμματική πρόταση ή θα καταφύγει και πάλι σε ένα κυνήγι μαγισσών και τον φαύλο κύκλο της τοξικότητας.

Πολλοί σπεύδουν να προεξοφλήσουν, για παράδειγμα, ότι ο λόγος της κυρίας Αχτσιόγλου ρέπει υπερβολικά προς τα αριστερά και θυμίζει περισσότερο... ΚΚΕ παρά ένα κόμμα που στοχεύει στην κεντροαριστερά και κυρίως στους κεντρώους ψηφοφόρους που ψήφισαν και με τα... δύο χέρια ΝΔ. Της καταλογίζουν επίσης έλλειψη εμπειρίας, δεδομένου ότι αναδείχθηκε στην ηγετική ομάδα της Κουμουνδούρου έπειτα από μια υπουργική θητεία κι ενώ νωρίτερα είχε διατελέσει απλώς διευθύντρια του πολιτικού γραφείου ενός υπουργού της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Του Γιώργου Κατρούγκαλου δηλαδή, τον οποίο διαδέχθηκε στο πόστο του υπουργού Εργασίας. Ουδείς ωστόσο μπορεί ν’ αμφισβητήσει την κατάρτισή της στις νομικές επιστήμες και την ικανότητά της να «γράφει» στον φωτογραφικό και τηλεοπτικό φακό, ξεχωρίζοντας συχνά από άλλες γυναίκες συντρόφους της στον ΣΥΡΙΖΑ.

Από τη Μαρία, την Αλέκα και τη Ζωή...

Το «άρωμα γυναίκας» στην ηγεσία ενός αριστερού κόμματος δεν είναι πάντως καινοφανές. Ηδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Μαρία Δαμανάκη είχε ηγηθεί του ενιαίου –αρχικά– Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, του προδρόμου δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά και μετά την αυτονόμηση του ΚΚΕ, γενική γραμματέας του κόμματος και προκάτοχος του Δημήτρη Κουτσούμπα αναδείχθηκε η Αλέκα Παπαρήγα, παραμένοντας σ’ αυτήν τη θέση 22 ολόκληρα χρόνια: από το 1991 έως το 2013. Κατά τον ίδιο τρόπο, η Ζωή Κωνσταντοπούλου μετά την αποχώρησή της από τον ΣΥΡΙΖΑ και το τρίτο μνημόνιο το 2015 αποφάσισε να ηγηθεί της Πλεύσης Ελευθερίας, του κόμματος δηλαδή που δημιούργησε η ίδια και αφού η περιπλάνησή της σε αριστερά μονοπάτια με τον Παναγιώτη Λαφαζάνη και άλλους συντρόφους της που εγκατέλειψαν επίσης τον ΣΥΡΙΖΑ δεν απέδωσε καρπούς.

...μέχρι τις πανίσχυρες «σιδηρές κυρίες»

Στην Ευρώπη, αντιθέτως, το «άρωμα γυναίκας» και τη σύγχρονη εποχή και παλαιότερα έχει συνδεθεί κυρίως με το ρεύμα της κεντροδεξιάς. «Η Αριστερά δεν έχει γούστο ούτε στις γυναίκες», είχε πει το 2008 ο αείμνηστος πλέον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, προκαλώντας αντιδράσεις και θέλοντας περισσότερο να πικάρει τους πολιτικούς αντιπάλους του παρά να περιγράψει τον πολιτικό χάρτη και τη θέση της γυναίκας σ’ αυτόν. Το πλέον τρανταχτό παράδειγμα είναι αυτό της «σιδηράς κυρίας» στη Βρετανία, της Μάργκαρετ Θάτσερ, ενώ η Ανγκελα Μέρκελ υπήρξε η πρώτη γυναίκα καγκελάριος της Γερμανίας από την ίδρυση του ομοσπονδιακού κράτους το 1871 και παρέμεινε σ’ αυτήν τη θέση για περίπου είκοσι χρόνια. Γυναίκα είναι σήμερα και η επικεφαλής της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία επίσης κατάγεται από τη Γερμανία και ήταν υπουργός της Μέρκελ, ενώ άλλη μία γυναίκα, η Μαλτέζα Ρομπέρτα Μέτσολα ηγείται ενός ακόμη ευρωπαϊκού θεσμού: του ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ισως οι δύο πιο ισχυρές εκπρόσωποι του γυναικείου φύλου στην ευρωπαϊκή πολιτική ζωή είναι σήμερα η πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, και η υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας –και πρόεδρος των Πρασίνων– Αναλένα Μπέρμποκ.