Η αριστερά πάντα ήξερε. Ήξερε τι πρέπει να γίνει, πώς πρέπει να νιώθουμε, ποιος είναι ο εχθρός και πού θα πάμε όταν τελειώσει η επανάσταση. Τώρα πια, ξέρει ακόμη περισσότερα. Γιατί έχει μορφωθεί, έχει διαβάσει, έχει αναλύσει. Κι αφού τελείωσε με τα βιβλία, ανέλαβε τον ρόλο του τιμητή όσων δεν συμμορφώνονται με τη δική της αντίληψη περί ηθικής.
Αυτή η νέα αριστερά δεν ζει στα Εξάρχεια, αλλά στα σαλόνια της αυτογνωσίας και της ψυχοσύνθεσης. Δεν πετάει μολότοφ, πετάει υπονοούμενα. Δεν φωνάζει συνθήματα, μουρμουράει ειρωνείες για «τους φοβισμένους μικροαστούς» που θέλουν να έχουν σύνορα και ασφάλεια. Οι πραγματικοί προοδευτικοί, σου λέει, δεν χρειάζονται τέτοια πράγματα. Γιατί; Επειδή αυτοί δεν κινδυνεύουν από τίποτα. Και κυρίως, δεν ζουν κοντά σε τίποτα.
Όποιος ζητάει προστασία για την επικράτεια, είναι ξενοφοβικός. Όποιος αναρωτιέται γιατί έρχονται μόνο άντρες, είναι ρατσιστής. Όποιος μιλά για την ανάγκη ελέγχου, είναι φασίστας. Απλές ταμπέλες για να αποφεύγουμε τις δύσκολες ερωτήσεις. Η αριστερά άλλωστε δεν ερωτάται. Απαντά προκαταβολικά, με ύφος σοφού που κουράστηκε να εξηγεί στους υπόλοιπους τη βασική αλήθεια: πως αυτοί είναι οι καλοί και οι υπόλοιποι απλώς δεν το έχουν καταλάβει ακόμα.
Η εποχή αλλάζει, αλλά το βλέμμα της αριστεράς παραμένει ίδιο. Υπομονετικό, υπεροπτικό και αμετακίνητο. Οι λέξεις μπορεί να αλλάζουν, αλλά ο ρόλος δεν αλλάζει ποτέ. Παλιότερα δεν χρειαζόταν να κυβερνήσουν. Τους έφτανε να κουνάνε το δάχτυλο, να δείχνουν από μακριά τι κάνουν οι άλλοι λάθος.
Και όταν τελικά κυβέρνησαν, αντί να απαντήσουν στις προκλήσεις, ανακάλυψαν πόσο εύκολο είναι να κρύβεσαι πίσω από το δάχτυλο που άλλοτε κουνούσες.
Γι’ αυτό παραπαίει πανευρωπαϊκά η αριστερά. Γιατί στα κρίσιμα ερωτήματα δεν δίνει απαντήσεις, μόνο ευφυολογήματα και ευχές.