Οι στίχοι και οι μουσικές είναι που κρατούν ζωντανούς τους ανθρώπους…

Στο μισοσκότεινο τραπέζι καθόταν ο Μπομπ Ντίλαν και… γρατσουνούσε μία μελωδία στην κιθάρα, όταν ακούστηκε στο ραδιόφωνο η φωνή του εκφωνητή… Ο Ντίλαν έριξε μία φευγαλέα, λοξή ματιά στον Νιόνιο«Τα νέα που μας έφερε ήταν όλα μια ψευτιά, μα ακούγονταν ευχάριστα στ' αυτί μας, γιατί έμοιαζε μ’ αλήθεια η κάθε του ψευτιά, κι ακούγοντάς τον ησύχαζε η ψυχή μας».

Δεν το θέλει ο άνθρωπος το κακό μαντάτο, το δυσάρεστο, το δύσκολο. Το αρνείται όταν συμβαίνει, αλλά όταν δεν μπορεί να κάνει αλλιώς το… υπηρετεί και το… ευχαριστιέται. Κάπως έτσι είναι ο… κωλοέλληνας του Σαββόπουλου, που μάλλον φθονεί κι εχθρεύεται τον… άλλον Έλληνα, αυτόν που προσκαλεί την Κυριακή για να δει αν… αντέχει ακόμη. Τον Έλληνα που αγωνιά για τα παιδιά του, που δακρύζει σε κάθε εθνική επέτειο για τους ήρωες που έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά. Αυτόν τον Έλληνα, που αποζητά τη συντροφιά του ο Σαββόπουλος. «Έλα την Κυριακή με το βαρύ σου τέμπο. Κι οι δυο Σοφία Βέμπο ακούγαμε εκεί». Γιατί «είτε με τις αρχαιότητες, είτε με ορθοδοξία, των Eλλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλο γαλαξία…».

Το σήμα στο ραδιόφωνο είχε χαθεί. Ακούστηκε ένας βόμβος που σου τρύπαγε το τύμπανο: «Τα νέα που σας έφερα χάιδεψαν τ' αυτιά, μα απέχουν πολύ απ' την αλήθεια…». Νιόνιος και Ντίλαν συμφώνησαν πως «…αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει, καλύτερα να μην μας πει κανένα».

Ο Διονύσης Σαββόπουλος έκανε τραγούδι τις αντιφάσεις της Ελλάδας και του Έλληνα, του αριστερού και του δεξιού. Συμπύκνωσε όλα τα γεγονότα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας σε μία παρτιτούρα: «Φίλοι παλιοί που τώρα δε μιλιόμαστε κι όμως κρυφά πονούμε κι αγαπιόμαστε… η Ελληνότητα έχει μια βίδα κι αν στον εμφύλιο σερνόταν σαν δούλα, στην κατοχή ήταν λυμένη ψυχούλα. Οι αριστεροί μα και οι άλλοι επίσης αντισταθήκαν, δε φέρω αντιρρήσεις. Τέλος τα μούντζωσαν, οικονομηθήκαν και με τους δίσκους μας εξελιχθήκαν… Ό,τι απεδείχθη γέρικο δε γέρασε, ζει στο κοινό μας άσμα, μας ξεπέρασε».

Ο κυρ Σταύρος και ο αφέντης Τσουτσουλομύτης

Ο Ντίλαν αποσύρθηκε. Το σκηνικό άλλαξε. Η ορχήστρα μεγάλωσε για να… αγκαλιάσει όλα τα μικρά και μεγάλα που «στοίχειωσαν» τη μεταπολίτευση. Τις ιδέες, τις αξίες, αλλά και την αμετροέπεια και τον ωχαδερφισμό. «Τούμπα ο Γιάννης Ζουγανέλης και τ’ άλλα δυο πνευστά είν’ ο Σπύρος Αλεξανδράτος κι ο Παναγιώτης εκεί δα. Πιάνο ο Σαράντης Κασσάρας και μπάσο ο Τσεσμελής και κοντραμπάσο με δοξάρι ο Ροδουσάκης ο πολύς. Κιθάρα ηλεκτρική ο Θεολόγος Στρατηγός, μπουζούκι και λαούτο ο Θανάσης, του Πολυκανδριώτη ο γιος. Ντράμερ ο Ταχιάτης κι ο Τσουπάκης και τ’ άλλα τα κρουστά μαζί με το σαντούρι, ο Τάσος Διακογιώργης τα χτυπά».

Η ορχήστρα άρχισε να παίζει… Οι πρώτες ημέρες της Δημοκρατίας, μετά από 10 κομματιασμένα χρόνια. Κατοχή, εμφύλιος, χούντα. Μία Ελλάδα που ξύπνησε από τον εφιάλτη «σαν τον Καραγκιόζη».

«Κείνο που με τρώει, κείνο που με σώζει είναι π’ ονειρεύομαι σαν τον καραγκιόζη. Φίλους και εχθρούς στις φριχτές μου πλάτες όμορφα να σήκωνα, σαν να ’ταν επιβάτες… Σαν κουκιά μετρώ τα λόγια του καμπούρη πίσω απ’ το λευκό πανί, μέσα απ’ το κιβούρι. Μα όσο κι αν μετρώ, κάτι περισσεύει. Τρύπια είν’ η αγάπη μας και δε μας προστατεύει...»

Τα χρόνια περνούν και στην παρέα του Νιόνιου έρχεται ο Σταύρος. Ένας περήφανος οικογενειάρχης «ο Σταύρος και κυρ Σταύρος και αφέντης Τσουτσουλομύτης!». Οι ευτυχισμένες μέρες όμως τελειώνουν. Η… ψευδαίσθηση ίσως της ευδαιμονίας καταρρέει. Όπως η ειρήνη που τελειώνει με έναν πόλεμο: «Αλλάζει όμως ο καιρός, να βροχές, να χαλάζια, να κεραυνοί, πάει η φωλιά, πάν’ τα κοτσυφόπουλα, πάν’ όλα... Από μακριά έρχονται όλα τα πουλιά του δάσους... ‘‘Γεια σου Σταύρο και κυρ Σταύρο και αφέντη Τσουτσουλομύτη!’’. ‘‘Δε με λένε Σταύρο και κυρ Σταύρο και αφέντη Τσουτσουλομύτη. Μόνο Σταύρο με λένε, μόνο Σταύρο’’»...

Η Πολιτεία μου πιο ξένη…

Την Ελλάδα του Σαββόπουλου την περίμεναν πολλές μπόρες. Η οικονομική κρίση, τα capital controls, η πανδημία, η εθνική μιζέρια, το ψέμα, η κοροϊδία, η εθνική κατάθλιψη…

«Τώρα έχεις χρέη και πιστώσεις, τρελαίνεσαι και για πολιτικές εκδόσεις… Σ’ αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε (αν αγαπούνε) τρώνε βρόμικο ψωμί (τρώνε βρόμικο ψωμί) (του λόγου σου οι πιστοί) κι οι πόθοι τούς ακολουθούνε (κι οι πόθοι τους ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή) υπόγεια διαδρομή».

Κοινωνική απομόνωση και κοινωνικός αυτοματισμός. Μοναξιά και θλίψη. «Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δε θα με περιμένει, οι δρόμοι θα ’ναι αδειανοί κι η πολιτεία μου πιο ξένη...».

Η ορχήστρα παίζει και ο Έλληνας του Σαββόπουλου στέκεται αμήχανα μπροστά στην ιστορία του και τους πολιτικάντηδες της εποχής του: «Θα μοιάζουν πράγματα του μύθου κι οι φίλοι μου και οι εχθροί, μαρμαρωμένοι θα σταθούν οι ρήτορες κι οι λωποδύτες…».

Ο Έλληνας του Σαββόπουλου μετριέται με τις πλάνες του και τα όνειρά του. Τον σοσιαλισμό: «Βαριά μετράει, βαριά μετράει μα όσο κι αν αναγκεύεται η φτώχεια, σύντροφε, αφ’ εαυτής δεν ερμηνεύεται» και την Αριστερά: «Έχει αποτύχει, ας το πάρει σύμπασα η Αριστερά, έξαλλα πλήθη, το ποτάμι το ‘‘εγώ’’ του Πασοκά. Ήθελε αλλαγή πάντων των άλλων, δίχως να αλλάξει αυτός κι ήρθε η πληρωμή, πέτρες σκανδάλων, σήψη πάντων προπαντός. Δεν υπάρχει ελπίς στην Ελλάδα ζεις».

Ο Νιόνιος τινάζεται, κάνει ένα νεύμα στην ορχήστρα και παίρνει από το χέρι τον Έλληνά του. «Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα, βάλε στα ρούχα σου φωτιά (σαν τον Μάρκο) βάλε στα όργανα φωτιά (βάλε στα όργανα φωτιά) να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα (να κλείσει η λαβωματιά να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα) η τρομερή μας η λαλιά (η τρομερή μας η λαλιά)».

Οι Έλληνες του Σαββόπουλου «θ’ ανταμωθούν ξανά σε μιαν άλλη ηλικία, για να το θυμηθούν κι όσα δηλώσαν και δεν τα δώσαν όλα θα εκπληρωθούν». Γιατί, όπως είπε «ο παλιάτσος στον ληστή θα υπάρχει μία διέξοδος». «Μέρες καλύτερες θα ’ρθούν, τίποτα πια δε σβήνει τη δίψα, τη λαχτάρα μου, την εμορφιά μου εκείνη που μου ’γινε πατρίδα μου…».