Σχετικά ανθεκτική χαρακτηρίζει η HSBC την ελληνική οικονομία, δεδομένων των έκτακτων συνθηκών που δημιουργεί η πανδημία, διατηρώντας έτσι την πρόβλεψη της για ύφεση 8,2% φέτος, καθώς προβλέπει πως το γ’ τρίμηνο θα είναι ιδιαίτερα ισχυρό. Ωστόσο, μειώνει την εκτίμησή της για το 2021 στο 5% από 7% καθώς εκτιμά ότι η ανάκαμψη θα μειώσει ταχύτητα στη συνέχεια, ενώ τονίζει πως τόσο τα μέτρα της κυβέρνησης όσο και της Ε.Ε θα στηρίξουν την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας, με τον τουρισμό να ανακάμπτει πλήρως το 2022.
Όπως σημειώνει, το ελληνικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 14% σε τριμηνιαία βάση στο β’ τρίμηνο, καταγράφοντας επίδοση λίγο χειρότερη από αυτήν που είχε προβλέψει η HSBC για ύφεση 12%. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, η ελληνική οικονομία έχει κινηθεί στις ίδιες γραμμές με την υπόλοιπη ευρωζώνη, δείχνοντας ανθεκτικότητα παρά την εξάρτηση της ανάπτυξης από τον τουριστικό τομέα που έχει πληγεί. Ωστόσο, η σημασία του τομέα στην οικονομία φαίνεται στα δεδομένα. Οι εξαγωγές συρρικνώθηκαν σχεδόν κατά το ένα τρίτο το β’ τρίμηνο (-32,1%), ενώ οι εισαγωγές μειώθηκαν μόνο κατά το ήμισυ αυτού περίπου. Οι εξαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 54% σε ετήσια βάση το β’ τρίμηνο. Τον Ιούνιο, οι αφίξεις ξένων τουριστών μειώθηκαν κατά 93,8% σε ετήσια βάση και κατά 76,9% το πρώτο εξάμηνο του 2020. Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις (που αντιστοιχούσαν στο 10% του ΑΕΠ πέρυσι) μειώθηκαν κατά 87,5% σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο.
Η ανάκαμψη μέχρι στιγμής είχε μεικτές τάσεις, όπως επισημαίνει η HSBC. Ο βιομηχανικός τομέας ανέκαμψε αρκετά γρήγορα. Έως τον Ιούλιο, η βιομηχανική παραγωγή είχε επανέλθει στα επίπεδα του προηγούμενου έτους (-0,2% ετησίως τον Ιούλιο), παρόλο που οι μεταποιητικοί δείκτες PMI παρέμειναν σε συρρίκνωση τον Αύγουστο. Η εγχώρια ζήτηση, ωστόσο, παραμένει υποτονική. Οι λιανικές πωλήσεις μειώθηκαν 7,3% σε ετήσια βάση τον Ιούνιο και οι εγγραφές νέων αυτοκινήτων σημείωσαν ακόμη χειρότερη επίδοση τον Αύγουστο (-24,9% σε ετήσια βάση). Παράλληλα, η καταναλωτική εμπιστοσύνη παρέμεινε σε καθοδική πορεία, ενώ ο δείκτης οικονομικού κλίματος ανέκαμψε μόνο εν μέρει μετά την αρχική απότομη πτώση και βρέθηκε στο 90,7 τον Αύγουστο (από 113,2 το Φεβρουάριο), παρόμοιο επίπεδο με το τέλος του 2015, έτος κατά το οποίο η οικονομία συρρικνώθηκε -0,5%.
Η ελληνική κυβέρνηση, όπως τονίζει η HSBC, ενήργησε γρήγορα και αποτελεσματικά για να αντιμετωπίσει το ξέσπασμα της πανδημίας. Από τις 23 Μαρτίου, εφάρμοσε εθνικό lockdown το οποίο και περιόρισε την εξάπλωση του ιού, επιτρέποντας τη σταδιακή χαλάρωση των περιορισμών από τις 4 Μαΐου. Η χώρα άνοιξε στον ξένο τουρισμό από την 1η Ιουλίου. Ωστόσο, μια αύξηση των κρουσμάτων από τις αρχές Αυγούστου οδήγησε την κυβέρνηση να επιβάλει αυστηρότερα μέτρα κοινωνικής απόστασης, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτά την Αθήνα. Αυτό μπορεί να επηρεάσει περαιτέρω την ανάκαμψη (και να καταστρέψει κάθε ελπίδα για μια έστω και καθυστερημένη αναβίωση της τουριστικής περιόδου). Τον Αύγουστο, οι διεθνείς αφίξεις στα ελληνικά αεροδρόμια ήταν χαμηλότερες κατά 58% ετησίως.
Συνολικά, η HSBC διατηρεί αμετάβλητη την πρόβλεψη για το ελληνικό ΑΕΠ στο σύνολο του 2020, βλέποντας ύφεση της τάξης του 8,2%, παρά την ελαφρά αρνητική έκπληξη στο β’ τρίμηνο, χάρη στην ταχύτερη ανάκαμψη που αναμένεται στο γ’ τρίμηνο (+ 7,0% σε τριμηνιαία βάση από + 3,1% που προέβλεπε πριν). Ωστόσο, δεδομένης της μικρής απώλειας δυναμικής μετά την αρχική ανάκαμψη, η HSBC αναθεωρεί τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη το 2021.
Έτσι πλέον αναμένει αύξηση του ΑΕΠ κατά 5,0% το επόμενο έτος, από 7,0% που προέβλεπε προηγουμένως. Από το β΄ εξάμηνο του 2021, το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, από το οποίο η Ελλάδα είναι ένας από τους μεγαλύτερους ωφελημένους, θα στηρίξει την ανάπτυξη μέσω επενδύσεων. Η HSBC αναμένει επίσης μια σχεδόν πλήρη ανάκαμψη του τουριστικού τομέα έως το 2022, συμβάλλοντας στην αύξηση του ΑΕΠ για το έτος στο 4,1%.
Η κυβέρνηση έχει εφαρμόσει διάφορα δημοσιονομικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης, ύψους περίπου 15,6 δισ. ευρώ (9% του ΑΕΠ) συνολικά.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε πρόσφατα νέα μέτρα για το επόμενο έτος, ύψους περίπου 6,8 δισ. ευρώ συνολικά (4% του ΑΕΠ). Αυτά περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, τη μείωση κατά 3% των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για τους εργαζόμενους και τους εργοδότες και επέκταση των φορολογικών ελαφρύνσεων για όλους τους εργαζομένους και τους επαγγελματίες που επλήγησαν από την κρίση έως τον Απρίλιο του 2021.
Επίσης, ανακοίνωσε ότι το 1,4 δισ. ευρώ που οφείλονται στους συνταξιούχους λόγω πρόσφατης δικαστικής απόφασης για προηγούμενες περικοπές συντάξεων, θα δοθούν τον Οκτώβριο, το οποίο θα μπορούσε να παρέχει περισσότερη στήριξη στην εμπιστοσύνη και την κατανάλωση. Επίσης, ανακοίνωσε μια σημαντική αγορά αμυντικού εξοπλισμού, που σχετίζονται με την αύξηση των εντάσεων με την Τουρκία κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Το μήνυμα του ESM
Η HSBC αναφέρεται στις πρόσφατες δηλώσεις του επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, ο οποίος σημείωσε πως η έβδομη μεταμνημονιακή αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας θα επιβεβαιώσει “τις σημαντικές προσπάθειες που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού για την υλοποίηση των δεσμεύσεων που ακολουθούν το πρόγραμμα.” Πρόσθεσε ότι τα νέα μέτρα για το 2021 πηγαίνουν προς τη σωστή κατεύθυνση με στόχο “τη μείωση της υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης”, αλλά προειδοποίησε ότι “θα απαιτηθούν περαιτέρω δημοσιονομικές προσπάθειες σε κάποιο σημείο”.
Ο Ρέγκλινγκ επαίνεσε επίσης τον νέο κώδικα αφερεγγυότητας που εκδόθηκε από την κυβέρνηση, ο οποίος εισάγει έναν ενοποιημένο κώδικα για την αναδιάρθρωση και την πτώχευση του ατομικού και εταιρικού χρέους και μια “δεύτερη ευκαιρία” μετά την πτώχευση. Παράλληλα, η κυβέρνηση έχει επίσης προτείνει μέτρα για τη στήριξη πιο ευάλωτων νοικοκυριών, συμπεριλαμβανομένης της επιδότησης εξυπηρέτησης του χρέους και ενός συστήματος ενυπόθηκων δανείων.
Κίνδυνοι και ευκαιρίες
Η Ελλάδα δικαιούται να λάβει πάνω από 70 δισ. ευρώ πόρους από την Ε.Ε για τα επόμενα επτά χρόνια, εκ των οποίων περίπου το ήμισυ (32 δισ. ευρώ) προέρχεται από το Σχέδιο Ανάκαμψης της ΕΕ (τα τρία πέμπτα θα πρέπει να είναι “επιχορηγήσεις”). Τα υπόλοιπα είναι διαρθρωτικά κεφάλαια. Οι πόροι της Ε.Ε οι οποίοι θα αγγίξουν το 5,5% του ελληνικού ΑΕΠ ετησίως θα μπορούσαν να δώσουν σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη (συμπεριλαμβανομένης της δυνητικής ανάπτυξης) και να μειώσουν την ανάγκη για την Ελλάδα να βγαίνει πολύ συχνά στις αγορές για να χρηματοδοτήσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα, ιδίως δεδομένου του υψηλού επιπέδου των ταμειακών αποθεμάτων (38 δισ. ευρώ, άνω των 20 % του ΑΕΠ).
Πηγή: capital.gr