Η σφαγή στην παραλία Μπόντι του Σίδνεϊ, κατά τη διάρκεια των εορτασμών του Χανουκά, δεν ήταν απλώς ένα ακόμη αιματηρό επεισόδιο τυφλής βίας.
Ήταν –όπως όλα δείχνουν– μια στοχευμένη τρομοκρατική επίθεση με αντισημιτικό υπόβαθρο και ιδεολογικό κίνητρο, συνδεδεμένο πιθανόν με τη ριζοσπαστική τζιχαντιστική ιδεολογία του Ισλαμικού Κράτους. Πατέρας και γιος άνοιξαν πυρ δεκάδες φορές μέσα σε λίγα λεπτά, σκοτώνοντας τουλάχιστον 15 ανθρώπους και τραυματίζοντας περισσότερους από 40. Μια μαζική δολοφονία, όπως τη χαρακτήρισε ο ίδιος ο Αυστραλός πρωθυπουργός, Άντονι Αλμπανέζι.
Η διεθνής κοινότητα αντέδρασε άμεσα. Η καταδίκη ήταν σαφής, χωρίς «ναι μεν αλλά», χωρίς υποσημειώσεις. Στην Ελλάδα, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, πήρε ξεκάθαρη θέση, μιλώντας για επίθεση μίσους, δηλώνοντας αλληλεγγύη στις εβραϊκές κοινότητες.
«Είμαι βαθιά συγκλονισμένος από τις σημερινές επιθέσεις στο Σίδνεϊ κατά τη διάρκεια των εορτασμών του Χανουκά. Καταδικάζω με τον πιο έντονο τρόπο αυτή τη βία. Είμαστε αλληλέγγυοι με τις εβραϊκές κοινότητες παντού. Ο αντισημιτισμός και το μίσος δεν έχουν θέση στις κοινωνίες μας», υπογράμμισε.
Και εδώ ακριβώς υπάρχει ένα σαφές πολιτικό πρόβλημα, τουλάχιστον στην Ελλάδα, διότι την ώρα που ο κόσμος ολόκληρος κατονομάζει το φαινόμενο, καταδικάζει την τρομοκρατία και τον αντισημιτισμό, ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής αντιπολίτευσης –με προεξάρχοντα τον ΣΥΡΙΖΑ– επιλέγει τη σιωπή. Μια σιωπή που είναι άκρως πολιτική και ουσιαστικά δείχνει ότι οι πολιτικές επιλογές είναι ξεκάθαρες.
Όταν η βία στρέφεται εναντίον συγκεκριμένων ομάδων, όταν η τρομοκρατία συνδέεται με τον θρησκευτικό φανατισμό και τον αντισημιτισμό, τότε ένα κομμάτι της αντιπολίτευσης προτιμά να κοιτά αλλού. Γιατί η καθαρή καταδίκη ενδεχομένως να χαλάει ένα αφήγημα, το οποίο η αντιπολίτευση «πουλάει» εδώ και αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Υπενθυμίζεται, άλλωστε, ότι η Αριστερά δεν μένει στην υπεράσπιση των αθώων θυμάτων της Παλαιστίνης, αλλά συντάσσεται με τη Χαμάς. Ουσιαστικά, αγνοεί επιδεικτικά τα γεγονότα που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση και ξεπερνάει με μια χαρακτηριστική άνεση το γεγονός ότι ορισμένοι θέλουν τον αφανισμό του Ισραήλ.
Η δυσκολία ενός τμήματος της αντιπολίτευσης να τοποθετηθεί καθαρά απέναντι στην ισλαμιστική τρομοκρατία δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Τα τελευταία χρόνια έχει καλλιεργηθεί μια ρητορική που συστηματικά αποφεύγει την ευθεία καταδίκη της ιδεολογικής μήτρας τέτοιων επιθέσεων.
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η αμηχανία με την οποία αντιμετωπίζεται ο αντισημιτισμός, ο οποίος, σε ορισμένες περιπτώσεις, παρουσιάζεται περίπου ως παράπλευρη συνέπεια διεθνών συγκρούσεων, παρά ως αυτό που είναι, δηλαδή μια μορφή μίσους που στοχοποιεί συγκεκριμένες κοινότητες.
Στην περίπτωση του Σίδνεϊ, ωστόσο, τα δεδομένα είναι συγκεκριμένα. Πρόκειται για μια ένοπλη επίθεση εναντίον πολιτών που συμμετείχαν στον εορτασμό του Χανουκά, σε δημόσιο χώρο, με δεκάδες πυροβολισμούς και μεγάλο αριθμό θυμάτων. Οι αυστραλιανές αρχές έχουν χαρακτηρίσει την επίθεση αντισημιτική, ενώ ο πρωθυπουργός της χώρας έκανε λόγο για ενδείξεις ριζοσπαστικοποίησης και πιθανή σύνδεση με την ιδεολογία του Ισλαμικού Κράτους.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η απουσία ξεκάθαρης τοποθέτησης από τον ΣΥΡΙΖΑ και άλλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Η μη δημόσια καταδίκη μιας επίθεσης με τέτοια χαρακτηριστικά δεν μπορεί να εκληφθεί ως ουδέτερη στάση. Αντιθέτως, αφήνει χώρο για ασάφειες και τροφοδοτεί την εντύπωση επιλεκτικής ευαισθησίας απέναντι στη βία, ανάλογα με το ποιοι είναι οι δράστες και ποια τα θύματα.
Το πρόβλημα δεν αφορά την επικοινωνιακή διαχείριση ενός μεμονωμένου γεγονότος, αλλά τη συνολική στάση απέναντι στον πολιτικό και θρησκευτικό φανατισμό. Όταν η τρομοκρατία αντιμετωπίζεται με διαφορετικά μέτρα και σταθμά, υπονομεύεται η καθολική καταδίκη της και επί της ουσίας δημιουργεί κενά.
Σε μια περίοδο κατά την οποία οι εβραϊκές κοινότητες διεθνώς εκφράζουν αυξημένες ανησυχίες για την ασφάλειά τους, η ανάγκη για σαφείς και καθαρές πολιτικές τοποθετήσεις καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική. Σε πολιτικό επίπεδο λειτουργεί ως μήνυμα, ανεξαρτήτως προθέσεων. Και σε περιπτώσεις μαζικής βίας και τρομοκρατικών επιθέσεων, η απουσία καθαρής καταδίκης καταγράφεται, όχι ως ουδετερότητα, αλλά ως πολιτική επιλογή.