Σε μια εποχή όπου όλα μετρώνται με νούμερα, στατιστικά και hashtags, ο λόγος ενός απλού μοναχού από το Άγιον Όρος συνεχίζει, τριάντα χρόνια μετά την κοίμησή του, να κινεί ψυχές, να εμπνέει οικογένειες, να ξυπνά συνειδήσεις. Ο Άγιος Παΐσιος δεν είχε ούτε δημόσια αξιώματα ούτε κοσμική εξουσία. Είχε όμως αυτό που λείπει σήμερα από τον δημόσιο λόγο: πνευματική παρρησία, νηφάλιο πατριωτισμό και ριζωμένη πίστη στον άνθρωπο και στον Θεό.
Και ίσως αυτό να εξηγεί γιατί παραμένει, ακόμα και τώρα, μια σιωπηλή πνευματική πυξίδα, σε μια Ελλάδα που, παρά τα τραύματα, εξακολουθεί να παλεύει για το αυτονόητο: μια κοινωνία με συνοχή, αξίες και όραμα.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει δεχτεί πολλά –και όχι άδικα– για τη διαχείριση κρίσεων, για μεταρρυθμίσεις που αργούν ή για το βάρος της καθημερινότητας. Όμως υπάρχει κάτι που δεν λέγεται συχνά: ότι σε μια Ευρώπη που κλυδωνίζεται από τη σύγχυση ταυτότητας, η Ελλάδα παραμένει μια χώρα με ζωντανή πνευματική καρδιά. Και αυτό δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε αυτονόητο.
Η πίστη, η οικογένεια, η παράδοση, η εθνική συνείδηση –όλα όσα ο Άγιος Παΐσιος υπερασπίστηκε με τη ζωή και τον λόγο του– δεν έχουν εκλείψει. Αντίθετα, επιστρέφουν. Ή, μάλλον, επιμένουν. Όχι με φανατισμό ή κούφιες συνθηματολογίες, αλλά με μια βαθιά, αθόρυβη επιμονή που διαπερνά την ελληνική κοινωνία.
Όσοι γελούν με αυτά τα θέματα, κάνουν το ίδιο λάθος που έκαναν και πριν από δεκαετίες: υποτιμούν την κρυμμένη δύναμη της ελληνικής ψυχής. Εκείνης που γονάτισε στα σπίτια την ώρα του εγκλεισμού. Που άναψε κερί για τους νεκρούς των Τεμπών. Που στέκεται ακόμα στην ουρά για να προσκυνήσει μια εικόνα. Που δεν ντρέπεται να ζητήσει βοήθεια από κάτι ανώτερο. Που δεν έχει διαγράψει από τη συλλογική της μνήμη ούτε το «πατρίδα» ούτε το «Θεός».
Σήμερα, απέναντι στην τοξικότητα του μηδενισμού, στις σειρήνες του κοινωνικού χάους και στη συστηματική απαξίωση των παραδοσιακών αξιών, η πολιτεία οφείλει να στηρίξει ακριβώς αυτό που κράτησε όρθια την Ελλάδα στις πιο δύσκολες στιγμές της: την πνευματική της ταυτότητα. Όχι ως φολκλόρ, αλλά ως βάση πολιτισμικής ανθεκτικότητας. Όχι για να διχάσει, αλλά για να ενώσει. Όχι με κραυγές, αλλά με πράξεις.
Ο Άγιος Παΐσιος δεν ήταν «δεξιός», δεν ήταν «αριστερός», δεν ήταν «συντηρητικός» ή «προοδευτικός». Ήταν ένας άνθρωπος που αλήθευε. Και αυτό είναι ίσως το πιο ριζοσπαστικό που μπορεί να κάνει κάποιος σήμερα.
Η ελληνική πολιτεία έχει σήμερα την ευθύνη να κρατήσει αυτό το νήμα. Όχι για λόγους ψηφοθηρίας – αλλά γιατί η Ελλάδα που πίστευε ο Παΐσιος δεν έχει πεθάνει. Ζει. Και ζητεί ελπίδα με έργα, όχι λόγια.
