Η λεγόμενη «παγίδα του Θουκυδίδη», όπως περιγράφηκε από τον Γκράχαμ Άλισον στο βιβλίο του «Σε τροχιά πολέμου: Μπορούν ΗΠΑ και Κίνα να αποφύγουν την παγίδα του Θουκυδίδη;» περιγράφει τη δυναμική που δημιουργείται, όταν μια αναδυόμενη δύναμη απειλεί να εκτοπίσει μια κατεστημένη δύναμη, αυξάνοντας τον κίνδυνο πολέμου εξαιτίας φόβου, καχυποψίας και αμοιβαίας δυσπιστίας.
Ο όρος προέρχεται από την ανάλυση του Θουκυδίδη για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, όταν η άνοδος της Αθήνας προκάλεσε φόβο στη Σπάρτη οδηγώντας τελικά στον ολέθριο για τον ελληνισμό εμφύλιο σπαραγμό.
Χαρακτηριστικά αυτής της «παγίδας» μπορούν να εντοπιστούν στην αντιπαράθεση Τουρκίας-Ισραήλ.
Πρώτο χαρακτηριστικό είναι η ύπαρξη μιας «αναδυόμενης» δύναμης στην περιοχή και μιας «κατεστημένης».
Το Ισραήλ είναι για δεκαετίες η κυρίαρχη στρατιωτική και τεχνολογική δύναμη σε Ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή, άρα στην «παγίδα» αποτελεί την «κατεστημένη» δύναμη. Στον αντίποδα, τον ρόλο της «αναδυόμενης» δύναμης έχει η Τουρκία, ειδικά στην εποχή Ερντογάν, καθώς επιδιώκει να επανακαθορίσει τον γεωστρατηγικό ρόλο της ως περιφερειακής υπερδύναμης προβάλλοντας τον εαυτό της ως ηγέτη των μουσουλμάνων και διεκδικώντας ενεργό ρόλο στις ενεργειακές εξελίξεις της περιοχής.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της «παγίδας του Θουκυδίδη» είναι η ύπαρξη αμοιβαίου φόβου και καχυποψίας.
Αρχικά οι σχέσεις των δύο χωρών ήταν στενές. Η Τουρκία ήταν η πρώτη μουσουλμανική χώρα που αναγνώρισε επίσημα το Ισραήλ, το 1949. Στη δεκαετία του 1990 σύναψαν στρατιωτικές συμφωνίες με ανταλλαγή τεχνογνωσίας, πραγματοποίησαν κοινές ασκήσεις, ενώ ισραηλινές εταιρείες αναβάθμισαν τον τουρκικό στρατιωτικό εξοπλισμό. Υπήρχε, ακόμα, στενή συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών.
Παρά τις διαφορές για το παλαιστινιακό ζήτημα, διατηρούσαν μια ρεαλιστική και ψυχρή συνεργασία. Τα πρώτα σύννεφα εμφανίστηκαν με την εκλογή του Ερντογάν το 2002. Η ένταση αυξήθηκε μετά τον πόλεμο στη Γάζα το 2008-2009. Ο Ερντογάν κατηγόρησε ανοιχτά το Ισραήλ και στη Διάσκεψη του Νταβός (2009) και αποχώρησε επιδεικτικά μετά από έντονη φραστική επίθεση στον Σιμόν Πέρες. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν ακόμα κανάλια επικοινωνίας ανάμεσα τους. Όμως αυτό που αποτέλεσε σημείο καμπής στις σχέσεις τους ήταν η επιχείρηση των Ισραηλινών στο «Μαβί Μαρμαρά» το 2010, που οδήγησε σε ανοιχτή ρήξη.
Αποκορύφωμα του συγκρουσιακού κλίματος ανάμεσα στις δύο χώρες ήταν η ακραία επιθετική ρητορική του Ερντογάν για το Τελ Αβίβ και οι εξελίξεις στη Συρία, την οποία η Τουρκία θέλει να καταστήσει, ουσιαστικά, προτεκτοράτο εγκαθιστώντας στρατιωτικές βάσεις μια ανάσα από τα σύνορα με το Ισραήλ, το οποίο, από την πλευρά του, απαντά με στρατιωτικές επιχειρήσεις στα εδάφη που ελέγχει η προσωρινή κυβέρνηση ανδρεικέλων της Δαμασκού, προχωρά σε συμμαχίες περιορισμού της τουρκικής επιρροής όπως οι στρατηγικές συνεργασίες με Ελλάδα, Κύπρο και Αίγυπτο, ενισχύει τις δυνάμεις των Κούρδων της Συρίας και μέσω του εβραϊκού λόμπι στις ΗΠΑ προσπαθεί να μπλοκάρει τουρκικές κινήσεις στην Ουάσιγκτον.
Έτσι, ενώ ο ανταγωνισμός παραμένει, προς το παρόν, στο επίπεδο της διπλωματίας και της στρατηγικής επιρροής, ο αμοιβαίος φόβος ενισχύει τη θουκυδίδεια δυναμική.
Η «παγίδα του Θουκυδίδη», αν και δεν προβλέπει αναγκαστικά πόλεμο, υπενθυμίζει πως η ανεξέλεγκτη κλιμάκωση της έντασης μεταξύ δυνάμεων που ανταγωνίζονται για ηγεμονία και ο αυξανόμενος ανταγωνισμός τους σε θέματα ενέργειας, ασφάλειας και επιρροής συνιστούν μια επικίνδυνη δυναμική που προσομοιάζει με τα χαρακτηριστικά της θουκυδίδειας παγίδας και μπορεί να καταλήξει σε καταστροφικές συγκρούσεις, αν δεν υπάρξουν εγκαίρως μηχανισμοί αποκλιμάκωσης.