Η ενεργειακή διασύνδεση Κρήτης-Κύπρου μέσω του μεγάλου ηλεκτρικού καλωδίου, που στην ουσία φιλοδοξεί να ενώσει την ΕΕ με την Ανατολική Μεσόγειο, αποτελεί μια από τις πιο φιλόδοξες και στρατηγικής σημασίας επενδύσεις στην Ευρώπη. Εξάλλου το έργο EuroAsia Interconnector, έχει λάβει την επίσημη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο σε επίπεδο χρηματοδότησης όσο και πολιτικής αναγνώρισης, καθώς εντάσσεται στον κατάλογο των Εργων Κοινού Ενδιαφέροντος. Ταυτόχρονα η Κομισιόν κάνει λόγο για στρατηγική γέφυρα που συνδέει την ΕΕ με περιοχές κρίσιμες για την ενεργειακή της πολιτική και ασφάλεια.

Σε κάθε περίπτωση η σημασία του έργου έγκειται σε πολλαπλούς άξονες:

-Ενεργειακή ανεξαρτησία: Η Κύπρος, ως νησιωτικό κράτος, είναι σήμερα ενεργειακά απομονωμένη. Με την ολοκλήρωση της διασύνδεσης, θα αποκτήσει τη δυνατότητα εισαγωγής και εξαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, περιορίζοντας την εξάρτησή της από το πετρέλαιο και βελτιώνοντας την ενεργειακή της ασφάλεια.

-Απεξάρτηση από ρυπογόνες πηγές: Το έργο υποστηρίζει τη μετάβαση προς την πράσινη ενέργεια, καθώς θα επιτρέπει την ευκολότερη ενσωμάτωση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στα δίκτυα Κύπρου και Κρήτης.

-Διασύνδεση με τα ευρωπαϊκά δίκτυα: Το καλώδιο καθιστά την Κύπρο αλλά και την Κρήτη μέρος του ενιαίου ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος, μειώνοντας την ενεργειακή της απομόνωση.

Σε πρόσφατη τηλεδιάσκεψη που έγινε για την προώθηση του μεγάλου διακρατικού έργου, στο επίκεντρο βρέθηκε η καθυστερημένη απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας Κύπρου (ΡΑΕΚ) για τον καθορισμό του ρυθμιζόμενου εσόδου του έργου για το 2025, ειδικά για το κυπριακό σκέλος. Η κυπριακή Αρχή επιβεβαίωσε την πρόθεσή της να καθορίσει ποσό 25 εκατ. ευρώ για την υλοποίηση του έργου, μετά τις πιέσεις της Κομισιόν.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που επιδιώκει με κάθε τρόπο να «τρέξει» το έργο, κάλεσε σε νέα τηλεδιάσκεψη στις 23 Ιουλίου, με σκοπό την οριστικοποίηση των βασικών αρχών της απόφασης που καλείται να λάβει η ΡΑΕΚ. Στη διαδικασία θα συμμετέχουν εκπρόσωποι της ΡΑΑΕΥ και του ΑΔΜΗΕ, με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο, Μάνο Μανουσάκη, να υπογραμμίζει τη σημασία ενός ξεκάθαρου ρυθμιστικού πλαισίου και θυμίζει ότι η Αρχή έχει ήδη επενδύσει ίδια κεφάλαια ύψους 250 εκατ. ευρώ.

Την πολιτική στήριξη της Αθήνας στο έργο επιβεβαιώνει και ο υφυπουργός Ενέργειας, Νίκος Τσάφος, ο οποίος αναφέρει ότι η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται σε διαρκή συνεννόηση με τη Λευκωσία. Στόχος, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι να κλείσει το ζήτημα εντός Ιουλίου, προκειμένου να καταβληθούν εγκαίρως τα 25 εκατ. ευρώ από την κυπριακή πλευρά.

Το έργο έχει λάβει επιδότηση ύψους 657 εκατ. ευρώ από τον μηχανισμό Connecting Europe Facility (CEF), που χρηματοδοτεί ενεργειακά έργα κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, ενώ το έργο φέρει και γεωπολιτική αξία αφού η διασύνδεση ενισχύει τους δεσμούς Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ με την ΕΕ, σε μια περιοχή με έντονη γεωπολιτική ρευστότητα. Στο πλαίσιο αυτό, ο EuroAsia Interconnector λειτουργεί ως ενεργειακή και διπλωματική γέφυρα που ενισχύει τη θέση της Ευρώπης στην Ανατολική Μεσόγειο και δημιουργεί έναν ισχυρό άξονα σταθερότητας.

Αλλά και η συμμετοχή της Ελλάδας δεν είναι μόνο τεχνική, αλλά βαθιά στρατηγική, καθώς το έργο:

-Ενισχύει την ενεργειακή ασφάλεια της Κρήτης, η οποία μέχρι πρόσφατα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα επάρκειας και εξάρτησης από πετρελαϊκές μονάδες.

-Μετατρέπει τη Νοτιοανατολική Ελλάδα σε κόμβο μεταφοράς ενέργειας, αναβαθμίζοντας γεωπολιτικά τη χώρα.

-Ενδυναμώνει τις εξαγωγικές δυνατότητες της χώρας σε ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ, ιδιαίτερα από μεγάλα φωτοβολταϊκά και αιολικά πάρκα στην Κρήτη και τη Νότια Ελλάδα.

Θυμίζουμε ότι ο EuroAsia Interconnector περιλαμβάνει:

-Κατασκευή σταθμών μετατροπής HVDC σε Κύπρο και Κρήτη.

-Υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια που θα τοποθετηθούν σε μεγάλα βάθη.

-Ανάπτυξη ειδικών τεχνολογικών λύσεων λόγω των γεωλογικών και θαλάσσιων προκλήσεων της περιοχής.

Το σκέλος Κύπρος-Κρήτη, το οποίο είναι και το πλέον κοστοβόρο και τεχνικά απαιτητικό, έχει μήκος περίπου 890 χιλιόμετρα, και αναμένεται να είναι από τα μεγαλύτερα υποθαλάσσια καλώδια στον κόσμο. Ταυτόχρονα μέσω αυτού, τα δύο νησιά θα μπορούν να εξάγουν πλεονάζουσα πράσινη ενέργεια, να ενισχύσουν τη σταθερότητα του δικτύου μέσω καλύτερης διαχείρισης της ζήτησης και να κλείσουν παλιές ρυπογόνες μονάδες, κυρίως μαζούτ και πετρέλαιο.