Τρεις μήνες πριν από τις ευρωεκλογές του Ιουνίου και σχεδόν εννέα μήνες έπειτα από τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση σε εθνικό επίπεδο, ελάχιστα φαίνεται ότι έχουν αλλάξει ως προς τη σύνθεση του πολιτικού τοπίου. Η κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι δεδομένη, όπως επίσης και το γεγονός ότι η αντιπολίτευση μοιάζει να βρίσκεται σε φάση αποσύνθεσης παρά σε τροχιά ανασυγκρότησης προκειμένου να μπορέσει να αποτελέσει έναν σοβαρό εναλλακτικό πόλο απέναντι στην κυβέρνηση.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Το τελευταίο ωστόσο είναι ένα βασικό πρόβλημα, το οποίο, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, αγγίζει και την κυβέρνηση. Διότι είναι αυτονόητο πως οι επιδόσεις της μπορούν να είναι κατά γενική ομολογία καλύτερες εάν νιώθει τον έλεγχο και την πίεση της αντιπολίτευσης, όταν εκείνη επιτελεί αποτελεσματικά το δικό της έργο που είναι ακριβώς αυτό. Να ελέγχει δηλαδή την κυβέρνηση, να της ασκεί κριτική, αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις να δίνει την απαραίτητη συναίνεση ώστε να προχωρήσουν σημαντικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη ο τόπος.
Ανθελληνικές στάσεις
Κυρίως δε σε κάποια σοβαρά θέματα που έχουν εθνική διάσταση πρέπει να υπάρχει μέτωπο και όχι να επιδίδονται στελέχη της αντιπολίτευσης σε «ανταρτοπόλεμο» και σε προσωπικές στρατηγικές για να εξυπηρετήσουν μικροπολιτικά και μικροκομματικά συμφέροντα. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατηγορίας είναι ο Κώστας Αρβανίτης, καθώς ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ δεν δίστασε να ομολογήσει κυνικά ότι συνέταξε το άρθρο του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εις βάρος της Ελλάδας για το κράτος δικαίου, το οποίο απειλεί τη χώρα μας ακόμη και με περικοπή κονδυλίων. Ανάλογες συμπεριφορές βέβαια έχουν επιδείξει και άλλα στελέχη, είτε του ΣΥΡΙΖΑ είτε του ΠΑΣΟΚ είτε και άλλων κομμάτων, με τα ερωτηματικά για τη στάση τους να είναι πολλά κάθε φορά.
Μιλώντας βέβαια για την αντιπολίτευση, υπάρχει και μια άλλη διάσταση. Αυτή της τοξικότητας και των εμμονών που δείχνουν να έχουν συγκεκριμένα στελέχη της, αδυνατώντας να κατανοήσουν ότι αυτό είναι ένα από τα «αμαρτήματα» που καταλόγισαν στα κόμματα της αντιπολίτευσης οι ψηφοφόροι στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, επιβραβεύοντας από την άλλη πλευρά την κυβερνητική παράταξη. Η ρητορική μίσους και διχασμού φαντάζει, δυστυχώς, δεύτερη φύση για κάποιους – ίσως διότι η ένδεια επιχειρημάτων και η αδυναμία όλων αυτών των στελεχών να αντιπαρατεθούν με πολιτικούς όρους απέναντι στα κυβερνητικά στελέχη είναι δεδομένες.
Ειδικά πάντως για τον ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχει εσχάτως και ο παράγοντας Στέφανος Κασσελάκης. Οπως αποδείχθηκε με τα πρόσφατα γεγονότα στο 4ο Συνέδριο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο υπό αμφισβήτηση πρόεδρος εμφανίζεται αποφασισμένος να προχωρήσει στη δημιουργία ενός νέου κόμματος το οποίο κατ’ ουσίαν θα αποκηρύξει το παρελθόν του – ή, για όποιον το προτιμά, θα αποκηρυχθεί από το παρελθόν του, όπως φάνηκε από την παρέμβαση του Αλέξη Τσίπρα. Και δεν είναι βέβαια οι όροι lifestyle με τους οποίους από την πρώτη στιγμή αντιλήφθηκε την πολιτική ο Στέφανος Κασσελάκης, αλλά κυρίως το γεγονός ότι μετά τη διάσπαση της Νέας Αριστεράς οι αντίρροπες τάσεις στο εσωτερικό του «νέου» ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούν να επιδίδονται σε διελκυστίνδα που δεν αποκλείεται αν σπάσει το σχοινί να οδηγήσει σε μια νέα ή περισσότερες διασπάσεις.
Κυριαρχία στο Κέντρο
Από την άλλη πλευρά, το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να στοιχειώνεται από το παρελθόν του. Οι θέσεις του συχνά είναι αμφίσημες και αντιφατικές, όπως στην περίπτωση των μη κρατικών πανεπιστημίων. Ξεκάθαρα όμως δεν μπορεί να τραβήξει τον δικό του δρόμο, όπως είχε δηλώσει ο Νίκος Ανδρουλάκης, ώστε να αποτελέσει έναν αξιόπιστο εναλλακτικό πόλο τόσο απέναντι στη Νέα Δημοκρατία όσο και απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Αντιμετωπίζει δε μεγάλο πρόβλημα από το γεγονός ότι η επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη για στροφή στον μεσαίο χώρο έχει οδηγήσει τη Νέα Δημοκρατία στο να μονοπωλεί σχεδόν αυτό που ονομάζεται (πολιτικό) Κέντρο και έτσι το κόμμα της Χαριλάου Τρικούπη αδυνατεί να «ψαρέψει» ψήφους από τη συγκεκριμένη δεξαμενή ή ακόμη και από αυτήν των παραδοσιακών κεντροαριστερών ψηφοφόρων, που βλέπουν όλο και πιο... φιλικά τη Νέα Δημοκρατία, όσο κι αν αυτό φαντάζει οξύμωρο.
Το μοναδικό ερώτημα
Εν όψει των ευρωεκλογών του Ιουνίου, η λεγόμενη χαλαρή ψήφος είναι πολύ πιθανό να ενισχύσει –έστω και συγκυριακά– το ΚΚΕ, ενώ η άνοδος των ακροδεξιών και εθνικιστικών σχημάτων πρέπει να θεωρείται δεδομένη για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι η γενικότερη τάση που παρατηρείται στην Ευρώπη και ο δεύτερος η ανάγκη για όσους βρίσκονται δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας να βρουν χώρο και τρόπο έκφρασης. Τέτοιες τάσεις ωστόσο φαντάζουν επίσης συγκυριακές και σε κάθε περίπτωση δεν αλλάζουν εκ βάθρων το πολιτικό τοπίο, με αποτέλεσμα να αρθρώνεται ένα και μόνο ερώτημα για όσους ασχολούνται με τα κοινά – και όχι μόνο: Ποια αντιπολίτευση;