Η δημόσια συζήτηση για την οικονομία στην Ελλάδα σπάνια υπήρξε ήρεμη. Συχνά μοιάζει περισσότερο με αρένα, όπου επιχειρήματα, συνθήματα, άγριες επιθέσεις και υπερβολές συγκρούονται χωρίς κανόνες. Στην τρέχουσα περίοδο, η πολυκερματισμένη αντιπολίτευση επιλέγει μια σχεδόν αυτοματοποιημένη ρητορική: «μαύρα χάλια» η οικονομία, «καταρρέουν όλα», και φυσικά «μας δουλεύουν οι Ευρωπαίοι που δήθεν αναγνωρίζουν επιτυχίες».

Μέσα σε αυτό το κλίμα, η πιθανή ανάδειξη του Κυριάκου Πιερρακάκη στη θέση του προέδρου του Eurogroup αντιμετωπίζεται από ορισμένους κύκλους της αντιπολίτευσης με ειρωνεία: «Σιγά την καρέκλα... Και σιγά τους Ευρωπαίους που θέλουν να τη δώσουν σ’ έναν Έλληνα υπουργό». Μόνο που αυτή η ειρωνεία, όσο κι αν αποτελεί τμήμα του εσωτερικού πολιτικού παιχνιδιού, αποκαλύπτει μια ενδιαφέρουσα αντίφαση: η Ελλάδα που κατά τους επικριτές βρίσκεται σε «μαύρο οικονομικό χάλι», ταυτόχρονα βλέπει τις ευρωπαϊκές διασυνδέσεις της να ενισχύονται, την εικόνα της να αναβαθμίζεται και τα στελέχη της να συζητούνται για κορυφαίες θέσεις.

Και εδώ αρχίζει το πραγματικό ερώτημα: πώς γίνεται μια χώρα που δήθεν βυθίζεται να αποκτά βαθμούς αξιοπιστίας που πριν από μια δεκαετία ήταν αδιανόητοι;

Για να κατανοήσουμε το σήμερα, πρέπει να κοιτάξουμε λίγο πίσω. Το 2015 ολόκληρη η ΕΕ παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα το ελληνικό οικονομικό θρίλερ, με πρωταγωνιστές τον Γερούν Ντάισελμπλουμ και τον Γιάνη Βαρουφάκη.

Η εικόνα της Ελλάδας τότε ήταν μια εικόνα χάους: σύγκρουση με τους θεσμούς, απειλή Grexit, capital controls, αβεβαιότητα για το αν θα μείνει η χώρα στο ευρώ. Οι διαπραγματεύσεις δεν χαρακτηρίζονταν ούτε από κοινό στόχο ούτε από κοινή γλώσσα. Ο Γ. Βαρουφάκης έφερνε στο τραπέζι μια ριζοσπαστική, συχνά προβλεπτικά εκρηκτική προσέγγιση, που μπορεί να συγκίνησε παγκοσμίως τους λάτρεις της αντισυστημικής οικονομικής θεωρίας, αλλά προκάλεσε πανικό στις αγορές και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Από την άλλη πλευρά, ο Γ. Ντάισελμπλουμ, ως πρόεδρος του Eurogroup, ενσάρκωνε τη «γερμανική πειθαρχία» – με όλους τους συμβολισμούς, θετικούς και αρνητικούς. Η σχέση των δύο ανδρών έγινε διεθνές θέαμα.

Και μέσα σε αυτό το πολιτικό θέατρο, η Ελλάδα χαρακτηρίστηκε «μη προβλέψιμη χώρα» – το χειρότερο δυνατό στίγμα για μια οικονομία που ψάχνει επενδύσεις, σταθερότητα και αξιοπιστία.

Περνώντας σταδιακά από τα χρόνια της κρίσης στη δεκαετία μετά τα μνημόνια, η εικόνα της χώρας άλλαξε. Μπορεί κάποιος να ασκήσει κριτική σε πολλά επίπεδα και φυσικά αυτό είναι απολύτως θεμιτό. Αλλά μια αλήθεια δεν μπορεί να αγνοηθεί: η αξιοπιστία της χώρας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς ενισχύθηκε σημαντικά.

Ο πρώην υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, γνωστός για το πρόγραμμα ψηφιακού μετασχηματισμού του Δημοσίου, απέκτησε το προφίλ ενός τεχνοκρατικού, διεθνώς κατανοητού και αποδεκτού στελέχους. Στους ευρωπαϊκούς κύκλους, σύμφωνα με πολυάριθμες αναλύσεις, θεωρείται «άνθρωπος που λύνει προβλήματα».

Αυτή η φήμη –ότι εκπροσωπεί μια Ελλάδα βελτιωμένη, αποτελεσματική, σύγχρονη– είναι που τροφοδοτεί την πιθανότητα ανάδειξής του στην προεδρία του Eurogroup.

Και εδώ επιστρέφουμε στη δήλωση της αντιπολίτευσης: «Μαύρα χάλια η οικονομία».

Πρόκειται σαφώς για πολιτική υπερβολή. Η εικόνα της Ελλάδας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς δεν είναι αυτή της κατάρρευσης. Αντιθέτως, πολλές διεθνείς αξιολογήσεις μιλούν για:

– ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με την ΕΕ

– βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης

– αύξηση επενδύσεων

– επιστροφή στην κανονικότητα ύστερα από δεκαετίες κρίσης

Το να αποκαλεί κανείς «άχρηστη» ή «ασήμαντη» τη θέση του προέδρου του Eurogroup είναι επίσης πολιτικά βολική υπερβολή. Το Eurogroup είναι ο θεσμός που καθόρισε τις τύχες της Ελλάδας επί μια δεκαετία μνημονίων. Είναι ο χώρος όπου λαμβάνονται αποφάσεις για τα δημοσιονομικά των χωρών του ευρώ, για κρίσεις, για συντονισμό πολιτικών.

Το να καταλήξει ένας Έλληνας σε αυτή την καρέκλα, μόλις 10 χρόνια μετά το Grexit drama, δεν είναι «τίποτα σπουδαίο». Είναι ιστορικό γεγονός.

Αν δούμε τη δεκαετία 2015-2025 συνολικά, ξετυλίγεται μια ενδιαφέρουσα πορεία:

Από μια Ελλάδα που έβγαινε στα διεθνή πρωτοσέλιδα ως «ο αδύναμος κρίκος της Ευρωζώνης», σε μια χώρα που συζητείται ως πιθανή επικεφαλής του πιο κρίσιμου οργάνου της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ.

Η μετάβαση από το πολιτικό και θεσμικό χάος της εποχής Τσίπρα-Βαρουφάκη στην τεχνοκρατική σταθερότητα Μητσοτάκη-Πιερρακάκη δεν είναι μόνο αλλαγή προσώπων. Είναι αλλαγή κουλτούρας, ύφους, ρυθμού, μεθοδολογίας.

Μπορεί κάποιος να διαφωνεί ιδεολογικά. Μπορεί να θεωρεί υπερβολική την ευρωπαϊκή «ορθοδοξία». Μπορεί να κρίνει σκληρά τις κοινωνικές επιπτώσεις της οικονομικής πολιτικής.

Αλλά το βέβαιο είναι ότι διεθνώς η Ελλάδα περνάει πλέον το crash test της αξιοπιστίας. Κάτι που πριν από δέκα χρόνια ήταν απλώς επιστημονική φαντασία.

Το θέμα δεν είναι αν θα εκλεγεί τελικά ο Πιερρακάκης – αυτό είναι ζήτημα ισορροπιών, συμμαχιών και ευρωπαϊκών συσχετισμών.

Το πραγματικό διακύβευμα είναι άλλο:

Θέλουμε η Ελλάδα να αποκτήσει στα ευρωπαϊκά κέντρα λήψης αποφάσεων ρόλο που επηρεάζει;

Ή θα βολευόμαστε για πάντα στη νοοτροπία του «μας έχουν στο στόχαστρο», «μας επιβάλλουν ό,τι θέλουν», «είμαστε τα θύματα του ευρω-κατεστημένου»;

Διότι, για να έχεις φωνή, πρέπει να έχεις και ανθρώπους σε θέσεις-κλειδιά. Όπως ακριβώς έκαναν άλλες μικρές χώρες: η Ολλανδία, η Ιρλανδία, η Φινλανδία, η Πορτογαλία.

Το να ειρωνεύεσαι αυτή την προοπτική απλώς επειδή δεν σε εξυπηρετεί πολιτικά στο εσωτερικό παιχνίδι είναι τουλάχιστον κοντόφθαλμο.

Η Ελλάδα σήμερα δεν βρίσκεται σε κρίση αξιοπιστίας. Αντίθετα, βρίσκεται στην πιο σταθερή διεθνή θέση της εδώ και 20 χρόνια.

Και αυτό –είτε αρέσει είτε όχι– έχει άμεση σχέση με το πέρασμα από τον συγκρουσιακό τρόπο διαχείρισης των προηγούμενων ετών σε μια πιο συνεκτική, θεσμικά ώριμη προσέγγιση.

Από τον Τσίπρα και τον Βαρουφάκη, στο δίδυμο Μητσοτάκη-Πιερρακάκη, η Ελλάδα έκανε μια πολιτική διαδρομή που από πολλούς στην Ευρώπη θεωρείται παράδειγμα «επιστροφής στην κανονικότητα».