Ζούμε σε μια εποχή που η πληροφορία ρέει άφθονη, σε δευτερόλεπτα, από κάθε γωνιά του πλανήτη. Κι όμως, αντί να έχουμε γίνει πιο υποψιασμένοι, έχουμε καταντήσει πιο ευκολόπιστοι.

Δεχόμαστε άκριτα ό,τι μας σερβίρουν: από ειδήσεις και πολιτικούς λόγους μέχρι «σωτήρες» κάθε είδους. Δεν ψάχνουμε, δεν αμφισβητούμε, δεν αναρωτιόμαστε. Περπατάμε σε αγέλες, επαναλαμβάνουμε αυτά που ακούμε, κοιτάμε πού πάνε οι άλλοι και πάμε κι εμείς. Σαν πρόβατα...

Η ευκολόπιστη αυτή στάση, που πολλές φορές αγγίζει τα όρια της συλλογικής ύπνωσης, δεν είναι απλώς αθώα. Είναι επικίνδυνη. Γιατί δίνει δύναμη σε όσους ξέρουν πώς να χειραγωγούν. Και όσο πιο πολύ παραιτούμαστε από την κρίση μας, τόσο πιο εύκολα γινόμαστε πιόνια σε ένα παιχνίδι που παίζεται χωρίς εμάς – αλλά στις πλάτες μας.

Ζούμε στην εποχή της ταχύτητας, της υπερπληροφόρησης και της καταιγιστικής εικόνας. Κι όμως, μέσα σε όλο αυτό, η ικανότητά μας να σκεφτόμαστε κριτικά μοιάζει να έχει μπει σε «χειμερία νάρκη». Δεν είναι ότι δεν μπορούμε – είναι ότι δεν θέλουμε. Η ευκολία της συμμόρφωσης, της αποδοχής, του «ας μην το αναλύσω τώρα», έχει γίνει στάση ζωής. Κι έτσι, γινόμαστε ευκολόπιστοι. Όχι γιατί είμαστε αφελείς – αλλά γιατί είμαστε κουρασμένοι, βολεμένοι, τρομαγμένοι. Και, τελικά, γιατί μας βολεύει να ακολουθούμε.

Αυτό συνέβη και με τα Τέμπη. Όταν το αρχικό σοκ ξεθύμανε, όταν οι πρώτες κραυγές πνίγηκαν από τις δεύτερες σκέψεις και τις τρίτες σιωπές, ήρθε ο καταιγισμός των «εξηγήσεων»: πόρισμα εδώ, τεχνικός σύμβουλος εκεί, «πυρόσφαιρες», μελέτες, ονόματα, επιτροπές. Ένα μπλεγμένο κουβάρι που περισσότερο θόλωνε, παρά ξεκαθάριζε τα πράγματα. Και αντί να επιμείνουμε σε απαντήσεις, αρκετοί από εμάς είπαμε: «Ε, εντάξει, κάτι θα ξέρουν αυτοί. Ας το αφήσουμε»…

Μας πετάνε έναν «ειδικό», κάποιον με τίτλο και κοστούμι, και σταματάμε να ρωτάμε και κυρίως να προβληματιζόμαστε. Μας δίνουν ένα αφήγημα –ακόμα κι αν αλλάζει κάθε λίγες μέρες– και το καταπίνουμε αμάσητο, γιατί είναι πιο εύκολο από το να απαιτούμε δικαιοσύνη, διαφάνεια, λογοδοσία. Ακόμα και τώρα που επιστημονικές φωνές –από τη Γάνδη, την Πίζα, τον ίδιο τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Σιδηροδρόμων– διαψεύδουν επίσημα πολλά λεχθέντα το μόνο που αλλάζει είναι ο θόρυβος. Όχι η στάση μας.

Η υπόθεση Τεμπών είναι ένα παράδειγμα –ίσως το πιο οδυνηρό– αλλά δεν είναι το μόνο. Ζούμε σε ένα περιβάλλον όπου η παραπληροφόρηση δεν είναι το πρόβλημα. Το πρόβλημα είμαστε εμείς, που δεν την αμφισβητούμε.

Γιατί κακά τα ψέματα: η αλήθεια δεν είναι εύκολη. Χρειάζεται κόπο, διάβασμα, σύγκρουση. Θέλει να μη βολεύεσαι. Και, πάνω απ’ όλα, θέλει να μη φέρεσαι σαν πρόβατο όταν επιβάλλεται να σκεφτείς.

Η σκέψη δεν είναι για τους λίγους. Είναι υποχρέωση. Αν στα Τέμπη χάθηκαν ζωές, τότε ο ελάχιστος φόρος τιμής δεν είναι τα λόγια και οι τελετές. Είναι να σταματήσουμε να καταπίνουμε σιωπηλά ό,τι μας σερβίρουν. Να ξαναμάθουμε να ρωτάμε. Να αμφισβητούμε. Να μη δεχόμαστε απαντήσεις χωρίς τεκμηρίωση. Όχι για εμάς μόνο, αλλά για αυτούς που δεν είναι πια εδώ για να ρωτήσουν οι ίδιοι.