Εδώ και αρκετό καιρό, μια υφέρπουσα ανησυχία τείνει να δημιουργήσει δεδομένο: ότι η δημοκρατία και οι θεσμοί της έχουν χάσει τη δύναμη να αντισταθούν στους όψιμους αμφισβητίες τους.
Η ανησυχία προκύπτει από το γεγονός ότι, ανεξάρτητα από την επίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που ενίοτε είναι καθοριστική, οι αντιδημοκρατικές λαϊκίστικες δυνάμεις καταφέρνουν να επιβληθούν υπαγορεύοντας την ατζέντα τους.
Ένα κοινό χαρακτηριστικό αυτών των δυνάμεων, που μπορεί να οριστεί με πολλούς τρόπους –επειδή διαφέρουν μεταξύ τους και ως προς τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά τους– είναι η ένταση με την οποία επιτίθενται στους θεσμούς, ενώ υποτίθεται ότι πρώτιστο καθήκον τους είναι η υπεράσπισή τους από τις… κακόβουλες ενέργειες της κυβέρνησης. Αυτή η ετερόκλητη πολιτική συμμαχία αγνοεί το κοινωνικό και οικονομικό κόστος των ενεργειών της, αρκεί να δημιουργήσει συνθήκες ασφυξίας στην κυβέρνηση.
Στην προκειμένη περίπτωση, το θέμα δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση, αλλά τη δημοκρατία που το οξυγόνο της ολοένα και λιγοστεύει. Γιατί η δημοκρατία, της οποίας ο χαρακτήρας ουσιαστικά αποκαταστάθηκε το 2019, μετά από μια μακρά περίοδο τοξικότητας, χρειάζεται χώρο για να αναπτυχθεί και καθαρό αέρα για να αναπνεύσει.
Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα, αλλά ποια είναι για να μην (ξανά) μπει στον θάλαμο αερίων;