Συνέντευξη στην εφημερίδα «Βραδυνή» έδωσε ο υπουργός εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης. Μίλησε για τα γεγονότα στην Παλαιστίνη και τους ομήρους, για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στην συνέντευξη ο υπουργός απάντησε σε ερωτήσεις για την Τουρκία και την επικείμενη συνάντηση του θα έχει ο πρωθυπουργός με τον Ερντογάν, για τα ζητήματα του Αιγαίου και την ΑΟΖ,για την μετατροπή της Μονής της Χώρας σε τζαμί για την Β. Μακεδονία, για το Κόσοβο και τις Ελληνοσερβικές σχέσεις.
Η συνέντευξη έχει ως εξής:
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε Υπουργέ, τα όσα συμβαίνουν στη Ράφα έχουν συγκλονίσει όλο τον κόσμο και πολλοί το θεωρούν έγκλημα πολέμου. Ποια είναι η θέση της ελληνικής κυβέρνησης;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Από την πρώτη ημέρα δεν έχουμε αλλάξει άποψη, ούτε θέση, σε ό,τι αφορά το ζήτημα της Γάζας. Ξεκαθαρίσαμε εξαρχής ότι το Ισραήλ έχει δικαίωμα αυτοάμυνας εντός των ορίων του Διεθνούς Δικαίου και ιδίως του Ανθρωπιστικού Δικαίου. Ξεκαθαρίσαμε ότι η Χαμάς δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον παλαιστινιακό λαό. Ζητήσαμε άμεση απελευθέρωση των ομήρων και επιπλέον προστασία των αμάχων και ανοικτούς ανθρωπιστικούς διαύλους. Δυστυχώς, συν τω χρόνω, η πραγματικότητα ξεπέρασε και τις πιο αρνητικές προσδοκίες. Έχουμε έναν πολύ μεγάλο αριθμό νεκρών αμάχων. Είναι, κατά την άποψή μου, σαφές ότι έχει υπάρξει δυσανάλογη επέμβαση στη Γάζα και για τον λόγο αυτό η ελληνική πλευρά, η οποία βρίσκεται στη θέση να μπορεί να συνομιλεί με τα αντιμαχόμενα μέρη αλλά και με όλους τους ενεργώς δρώντες στην ευρύτερη περιοχή, παρέχει πάντοτε τις καλές της υπηρεσίες, έτσι ώστε να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε μία λύση η οποία θα είναι βιώσιμη και δίκαιη. Εκείνο το οποίο προωθούμε αυτή τη στιγμή, σε συνεργασία και με την Ευρωπαϊκή Ένωση και με τα αραβικά κράτη, είναι ένα σχέδιο συμφωνίας το οποίο θα μπορέσει να λειτουργήσει έτσι ώστε να διακοπούν οι εχθροπραξίες, να επιτραπεί η ανεμπόδιστη μεγάλης κλίμακας ανθρωπιστική βοήθεια και βεβαίως να ξεκινήσουν συζητήσεις για το μέλλον της περιοχής, το οποίο δεν μπορεί να είναι άλλο παρά μόνο εκείνο που προσδιορίζουν τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τα δύο κράτη, την ίδρυση δηλαδή του Παλαιστινιακού κράτους με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ και στα σύνορα πριν από το 1967. Θα συνεχίσουμε την προσπάθειά μας προς την ειρήνευση. Η Ελλάδα είναι σταθερά προσανατολισμένη προς μία ειρηνική Μέση Ανατολή και ειρηνική ευρύτερη περιοχή, διότι, δυστυχώς, οι διαχυτικές συνέπειες οι οποίες έχουν υπάρξει σε όλη την ευρύτερη περιοχή -στον Λίβανο, στη Συρία, στην Ερυθρά Θάλασσα- είναι εξαιρετικά επικίνδυνες και μπορούν να προκαλέσουν τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Η συνεννόηση, κύριε Υπουργέ, με την Τουρκία προχωρεί. Τι προσδοκούμε από τη μεθαυριανή συνάντηση του Πρωθυπουργού Μητσοτάκη με τον Πρόεδρο Erdogan;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Για να σας είμαι εντελώς ειλικρινής, θεωρώ ότι οι συναντήσεις οι οποίες γίνονται μεταξύ των ηγετών δύο γειτονικών κρατών δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να παράγουν μείζονα παραδοτέα. Θα πρέπει να βρισκόμαστε περιοδικά, να αξιολογούμε την πορεία των διμερών μας σχέσεων, να ορίζουμε το χρονοδιάγραμμα των επόμενων βημάτων και βέβαια να αξιολογούμε τη διεθνή κατάσταση στην περιοχή μας αλλά και ευρύτερα στον κόσμο. Θα πρέπει νομίζω να μπούμε σε μία λογική κανονικοποίησης της σχέσης Ελλάδας και Τουρκίας, έτσι ώστε να μπορούμε να συνομιλούμε χωρίς κατ’ ανάγκην αυτό να θεωρείται μία είδηση μεγάλης κλίμακας. Νομίζω έχουμε εδραιώσει το τελευταίο διάστημα καλούς διαύλους επικοινωνίας κατά τρόπο ώστε οι διαφωνίες, οι οποίες προφανώς και υπάρχουν, να μην παράγουν κρίσεις.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ύστερα, όμως, από ένα χρόνο συνομιλιών και τη διαμόρφωση θετικού κλίματος με την Τουρκία, βρισκόμαστε άραγε στο ξεκίνημα κάποιας προσέγγισης για τα ζητήματα του Αιγαίου;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Νομίζω σωστά θέσατε ότι τον τελευταίο χρόνο έχουμε καταφέρει να έχουμε μία σχετική ησυχία στην περιοχή μας. Είναι σημαντικό το ότι δεν έχουμε κατά βάση παραβιάσεις του εναέριου χώρου μας, όπως επίσης είναι σημαντικό το ότι υπάρχει συντονισμός για να περιοριστούν και σχεδόν να μηδενιστούν οι παράνομες μεταναστευτικές ροές. Από την άλλη πλευρά, δουλεύουμε πάνω στη θετική ατζέντα με μέτρα αμοιβαίας ωφέλειας, για να μπορέσουμε σε πολλά πεδία πολιτικής να έχουμε θετικά αποτελέσματα. Ακόμη δεν έχουμε φτάσει στο σημείο να συζητούμε τη μόνη διαφορά μας, η οποία μπορεί να αχθεί ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας, δηλαδή την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Θα ήταν η επιθυμία μας να προχωρήσουμε στη συζήτηση αυτή, όταν έρθουν οι κατάλληλες συνθήκες.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε Υπουργέ, πολύς λόγος γίνεται για το συνυποσχετικό μεταξύ των δύο χωρών. Εμείς, όπως είπατε και εσείς μόλις τώρα, επιμένουμε στη θέση μας για μία και μόνη διαφορά: τη διευθέτηση των χωρικών υδάτων και συνακόλουθα την ΑΟΖ. Η Τουρκία όμως, από την πλευρά της εμμένει σε μαξιμαλιστικές απαιτήσεις, όπως η κυριότητα νησιών, η αποστρατιωτικοποίηση, η περιορισμένη ελληνική κυριαρχία κλπ. Πώς μπορεί να υπάρξει έστω μια μίνιμουμ συμφωνία υπό αυτές τις συνθήκες;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Όπως έχω επανειλημμένα τονίσει, θέματα κυριαρχίας δεν μπορούν να τεθούν στο τραπέζι του διαλόγου. Η κυριαρχία είναι ένα αναφαίρετο, αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα της χώρας και εξ αυτής πηγάζουν και όλα τα σημαντικά θέματα που ανάγονται στην υπόσταση του κράτους. Συνεπώς, δεν πρόκειται να συζητήσουμε γι’ αυτά. Η επιθυμία μας θα ήταν να μπορέσουμε να επιλύσουμε το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και, αν αυτό δεν καταστεί δυνατό, για το θέμα αυτό να αχθούμε ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας όταν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες. Υπό την έννοια αυτή, είναι νομίζω, σημαντικό να καθορίσουμε πολύ συγκεκριμένα το ζήτημα το οποίο θα μπορούσε να φτάσει στη Χάγη. Κανένα άλλο ζήτημα δεν μπορεί να είναι περιεχόμενο ενός τέτοιου συνυποσχετικού.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Προχθές, η ιστορική Μονή της Χώρας από μουσείο μετατράπηκε σε λειτουργικό τζαμί. Είναι, πιστεύετε, κίνηση καλής θέλησης που ευνοεί τη συζήτηση με την Τουρκία λίγες μέρες πριν την επίσκεψη του Πρωθυπουργού αυτή;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Κατ’ αρχάς να επισημάνουμε ότι η απόφαση για τη μετατροπή της Μονής της Χώρας σε λατρευτικό χώρο, σε τζαμί, έχει ληφθεί ήδη από το 2020 και πλέον ανακοινώθηκε η υλοποίησή της, όπως και σε περίπου 200 άλλα σχετικά μνημεία στην Τουρκία. Η θέση μας είναι σαφής. Είναι απογοητευτικό στη φάση στην οποία βρισκόμαστε, σε μία φάση που προσπαθούμε να χτίσουμε εμπιστοσύνη και αμοιβαία κατανόηση, να έχουμε τέτοια γεγονότα. Και τούτο, διότι αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι η Μονή της Χώρας έχει έναν υψηλότατο συμβολισμό για την Ελλάδα, έχει όμως μία αυταξία και για την πολιτιστική Οικουμένη. Αποτελεί ένα βυζαντινό μνημείο απαράμιλλης αξίας και η αλλοίωση του οικουμενικού της χαρακτήρα αποτελεί ένα σφάλμα το οποίο δεν θα έπρεπε να είχε συμβεί.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Δηλώσατε πρόσφατα, στους Δελφούς, ότι θέλετε να είστε επωφελής για τη χώρα και όχι δημοφιλής. Ομολογώ ότι αυτό ξένισε κάπως, τουλάχιστον όσους παρακολουθούμε χρόνια τώρα την επικαιρότητα στα διπλωματικά. Μπορείτε να εξηγήσετε τι σημαίνει αυτό;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Θέλω να είμαι σαφής. Βρίσκομαι στην ιδιαίτερα τιμητική θέση του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών, μία θέση στην οποία έχουν υπηρετήσει κατά καιρούς σημαντικές προσωπικότητες της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Εκείνο το οποίο είναι σημαντικό, ευρισκόμενος σε αυτή τη θέση, είναι να υπηρετήσω την πατρίδα μου, να εξυπηρετήσω τα εθνικά δίκαια, να μπορέσω να καταστήσω τη χώρα μας ισχυρή στο διεθνές στερέωμα και την ίδια στιγμή οι Έλληνες πολίτες να αισθάνονται ασφάλεια, αυτοπεποίθηση και υπερηφάνεια για την πατρίδα μας. Νομίζω ότι βήμα-βήμα τα καταφέρνουμε. Η χώρα μας αναγνωρίζεται ως ένας διεθνής παίκτης με ακεραιότητα, με αξίες, με αρχές και αυτό εκτιμάται νομίζω από όλους, από συμμάχους αλλά και λιγότερο φίλους μας. Αυτή είναι η επιλογή την οποία έκανα ερχόμενος στο Υπουργείο Εξωτερικών. Εγώ θα συνεχίσω να υπηρετώ την πατρίδα μου με ακεραιότητα και με σθένος. Δεν θα ασκήσω συναλλακτική πολιτική, αλλά μία πολιτική αξιών. Η επιθυμία μου να είμαι επωφελής έχει να κάνει ακριβώς με το ότι σε κάποιες περιπτώσεις λαμβάνω αποφάσεις, οι οποίες μπορεί να μην αρέσουν σε ορισμένους. Παρά ταύτα, με την εμπιστοσύνη του Πρωθυπουργού θα συνεχίσω να πράττω εκείνο το οποίο η συνείδησή μου μού επιβάλλει ότι είναι το σωστό, ακόμη και όταν οι αποφάσεις αυτές δεν με καθιστούν ιδιαίτερα δημοφιλή. Έχοντας πάντοτε ως δικιά μου αρχή ότι δεν βρίσκομαι σήμερα για να υπηρετήσω κανένα άλλο συμφέρον παρά μόνο το συμφέρον της πατρίδας της σημερινής και των επόμενων γενεών.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Τη Δευτέρα, κύριε Υπουργέ, έγινε συνάντηση του κυρίου Fidan, του Τούρκου ομολόγου σας με την εκπρόσωπο του κυρίου Guterres, την κυρία Holguin, η οποία βρίσκεται ήδη στην Κύπρο. Η Ελλάδα πού βρίσκεται στη διαδικασία αυτή;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Το Κυπριακό ζήτημα αποτελεί μείζονα προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Εγώ ο ίδιος έχω επενδύσει σημαντικά στο να μπορέσουμε να προωθήσουμε το Κυπριακό. Βρίσκομαι σε τακτική επικοινωνία με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, τόσο με τον Γενικό Γραμματέα όσο και με την προσωπική απεσταλμένη του, την κυρία Holguin. Και βεβαίως συζητούμε και στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων για το θέμα του Κυπριακού. Είμαι δε σε διαρκή επικοινωνία με τον Κύπριο Πρόεδρο και τον Υπουργό Εξωτερικών. Θεωρώ ότι η στιγμή είναι κατάλληλη έτσι ώστε να επανεκκινήσουν οι συζητήσεις οι οποίες αφορούν την επίλυση του Κυπριακού, στο πλαίσιο ακριβώς των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τη Διζωνική, Δικοινοτική Ομοσπονδία. Θα συνεχίσω τις προσπάθειές μου για να μπορέσουμε να έχουμε ωφέλιμα αποτελέσματα στο Κυπριακό, το οποίο θα εξακολουθεί να βρίσκεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μετά τις εκλογές στη Βόρεια Μακεδονία και την πιθανότατη επικράτηση των εθνικιστών, ποιες πιστεύετε ότι είναι οι προοπτικές επιβίωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών και τι θα είχατε να τους πείτε στους νέους κυβερνώντες;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Όπως γνωρίζετε, η Ελλάδα αποτέλεσε ιστορικά και εξακολουθεί να είναι η επισπεύδουσα χώρα σε ό,τι αφορά την ενσωμάτωση των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Θεωρούμε ότι τα κράτη αυτά θα πρέπει να βρεθούν στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και καταβάλλουμε συστηματικές προσπάθειες έτσι ώστε να υπάρξει ένα ευρωπαϊκό μέλλον για τα κράτη αυτά. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τη Βόρεια Μακεδονία, έχω επανειλημμένως τονίσει ότι η πορεία της χώρας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση περνά και μέσα από την πιστή τήρηση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ανεξάρτητα από τα ζητήματα τα οποία είχε εξ αρχής η Συμφωνία των Πρεσπών και τα οποία εγκαίρως είχε τονίσει η Νέα Δημοκρατία ως αντιπολίτευση τότε, η Συμφωνία αυτή αποτελεί μία διεθνή συνθήκη, η οποία είναι υπερκείμενη κάθε εσωτερικού νόμου και θα πρέπει να τηρείται από τα μέρη, δεν επιτρέπεται δε η οποιαδήποτε αναθεώρησή της χωρίς τη συμφωνία των μερών. Υπό την έννοια αυτή, θεωρούμε αναγκαίο η Συμφωνία να εξακολουθεί να εφαρμόζεται και θεωρώ ότι αυτή θα είναι και η στάση της νέας πολιτικής ηγεσίας της Βόρειας Μακεδονίας, η οποία θα προκύψει μετά τις εκλογές. Η ελληνική κυβέρνηση παρακολουθεί με διάρκεια και αυστηρότητα την εφαρμογή της Συμφωνίας και θα κάνει τις αναγκαίες παρεμβάσεις.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κόσοβο: Ποια είναι η θέση της κυβέρνησης και πώς θα επηρεάσει, πιστεύετε, τις ελληνοσερβικές σχέσεις μία ενδεχόμενη εισδοχή του Κοσόβου στο Συμβούλιο της Ευρώπης;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Η θέση μας ήταν συνεπής από την πρώτη στιγμή και εξακολουθεί να είναι στάση αρχής. Για τον λόγο αυτό εξάλλου, η Ελλάδα είχε απόσχει από την ψηφοφορία για την παραπομπή του ζητήματος της ένταξης του Κοσόβου στο Συμβούλιο της Ευρώπης και αυτή θα είναι και η στάση μας όταν θα τεθεί το ζήτημα στο Συμβούλιο Υπουργών, δηλαδή η Ελλάδα θα απέχει. Η θέση μας αυτή ερείδεται στο γεγονός ότι δεν έχουν εισέτι πληρωθεί οι όροι που ετέθησαν για την ένταξη του Κοσόβου στο Συμβούλιο της Ευρώπης, ιδίως δε το ζήτημα της σύστασης της Ένωσης των Σερβικών Δήμων. Η ελληνική πλευρά ασκεί μία πολιτική αρχών. Παρέχουμε τις καλές μας υπηρεσίες έτσι ώστε να υπάρχει μία ειρηνική διευθέτηση των διαφορών μεταξύ του Βελιγραδίου και της Πρίστινας. Θεωρούμε ότι θα πρέπει να εφαρμοστούν στο ακέραιο τα συμφωνηθέντα μεταξύ των δύο μερών στην Αχρίδα και η επίλυση των διαφορών αυτών, νομίζω, θα συμβάλει ουσιωδώς όχι μόνο στην ευρωπαϊκή τους πορεία, αλλά και στην γενικότερη ειρήνη και ευημερία στα Βαλκάνια, μία περιοχή η οποία ιστορικά είναι εξαιρετικά ευάλωτη, αλλά υψηλού ενδιαφέροντος για την ελληνική εξωτερική πολιτική.