Οι «megafires» είναι πυρκαγιές μεγάλης κλίμακας φωτιές που έχουν διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά από πυρκαγιές προηγούμενων δεκαετιών. Συχνά μάλιστα υπερβαίνουν τις δυνατότητες καταστολής ακόμα και των αποτελεσματικότερων δυνάμεων πυρόσβεσης. Καθώς η κλιματική αλλαγή παρατείνει τη διάρκεια και αυξάνει την ένταση των καιρικών συνθηκών που ευνοούν την εκδήλωση μεγάλων πυρκαγιών, η Ελλάδα, η Μεσόγειος και η Ευρώπη ολόκληρη αναπόφευκτα θα κληθεί να διαχειριστεί τον κίνδυνο των megafires με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα.

Τα Ηνωμένα Έθνη εκτιμούν ότι οι δασικές φωτιές θα αυξηθούν κατά 30% σε παγκόσμια κλίμακα έως το 2050. Αυτό ισχύει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό στην περιοχή της Μεσογείου, όπου η υπερθέρμανση εξελίσσεται 20% ταχύτερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο, σύμφωνα με τον ΟΗΕ. Κομβικής σημασίας, με αυτά τα δεδομένα, είναι να κατανοήσουν οι πολίτες τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν οι megafires, δεδομένου ότι περίπου το 96% των δασικών πυρκαγιών στην Ευρώπη το 2021 συνδεόταν με κάποιο τρόπο με ανθρώπινη δραστηριότητα, σύμφωνα με τη νεότερη ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Έτσι, ερωτήματα που απευθύνουν οι πολίτες και ο Τύπος, απ’ ό,τι δείχνουν τα πράγματα ξεπερνιούνται από τις εξελίξεις:

  • «Πού είναι τα αεροπλάνα;»: Μία από τις ποιοτικές διαφορές των megafires σε σχέση με τις φωτιές προ κλιματικής αλλαγής είναι η εντυπωσιακά μεγάλη έντασή τους. Σε κάποιες περιπτώσεις η ένταση μιας megafire, δηλαδή η ενέργεια που αναδίδει, ξεπερνά τα 100.000 κιλοβάτ ανά μέτρο μετώπου, τη στιγμή που πυροσβεστικά αεροπλάνα συνήθως μπορούν να πλήξουν πυρκαγιές που έχουν μόλις το ένα δέκατο αυτής της έντασης, δηλαδή έως 10.000 κιλοβάτ ανά μέτρο. Ακόμα κι αν ένα αεροσκάφος καταφέρει να ρίξει το φορτίο του, είναι πολύ πιθανό το νερό να εξαερωθεί προτού καν μία στάλα φτάσει στις φλόγες, εξαιτίας των πολύ υψηλών θερμοκρασιών που αναπτύσσονται σε τέτοιου τύπου πυρκαγιές. Όπως αναφέρουν ανώτατοι αξιωματικοί της Πυροσβεστικής, αλλεπάλληλες ρίψεις νερού από Canadair που υπό κανονικές συνθήκες θα τιθάσευαν μια φωτιά δεν είχαν αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις, καθώς η τελείως ξερή βλάστηση επιτρέπει στις φλόγες να ανακάμπτουν.
  • «Γιατί δεν σβήνουν τη φωτιά;»: Η ένταση μιας megafire και οι θερμοκρασίες που αναπτύσσονται σημαίνουν ότι οι πυροσβέστες μπορεί να υποστούν ακόμα και εγκαύματα δεύτερου βαθμού πλησιάζοντας, και μόνο, το μέτωπο. Σε δυσπρόσιτα σημεία, όπου δεν υπάρχουν καν αγροτικοί δρόμοι, οι υδροφόρες της Πυροσβεστικής δεν μπορούν να προσεγγίσουν. Υπάρχει δυνατότητα διάνοιξης διαδρομών με βαριά μηχανήματα, όμως αυτό απαιτεί χρόνο και οι ευμετάβλητοι άνεμοι μπορεί κάλλιστα να οδηγήσουν αλλού τη φωτιά στο μεσοδιάστημα. Ακόμα όμως κι αν οι πυροσβέστες καταφέρουν να προσεγγίσουν το μέτωπο χωρίς να υποστούν εγκαύματα λόγω του θερμικού φορτίου, η αποτελεσματικότητα του νερού θα είναι πολύ περιορισμένη.
  • «Γιατί δεν σταμάτησαν τη φωτιά;»: Δρόμοι, ποτάμια, ορύγματα, σπανίως αποτελούν αποτελεσματικά εμπόδια για μία ΜΕΓΑ-πυρκαγιά. Κωνοφόρα δάση είναι πιο ευάλωτα, διότι φλεγόμενα κομμάτια, «καύτρες», μπορούν να εκτοξευτούν σε μεγάλη απόσταση και να προκαλέσουν νέες εστίες. Επίσης, το μικροκλίμα, οι άνεμοι, τα σύννεφα που σχηματίζονται πάνω από μία πυρκαγιά τέτοιου μεγέθους και ενδέχεται να χτυπήσουν με κεραυνούς το έδαφος. Όλα αυτά είναι ανεξέλεγκτοι παράγοντες οι οποίοι συμβάλλουν στην εξάπλωση, ειδικά εάν το έδαφος δεν έχει καθαριστεί από καύσιμη ύλη.