Αν η Βουλή είχε κουμπί «mute», η Ζωή Κωνσταντοπούλου θα είχε πατηθεί με το καλημέρα. Η επικεφαλής της Πλεύσης Ελευθερίας –ένα κόμμα που πλέει όλο και πιο κοντά στον όλεθρο της υπερβολής– αποφάσισε να εξαπολύσει μια χυδαία, απρεπή και ξεκάθαρα σεξιστική επίθεση εναντίον της δημοσιογράφου Τίνας Μεσσαροπούλου, μόνο και μόνο επειδή… είναι παντρεμένη με υπουργό. Δηλαδή, έγκλημά της είναι η συζυγική της επιλογή.
Η φράση «ο Μυλωνάκης έχει και σύζυγο πανελίστρια» δεν είναι απλώς προσβλητική. Είναι ύπουλη, υπαινικτική και βαθιά σκοτεινή. Η Κωνσταντοπούλου από την ασφάλεια του μικροφώνου της Βουλής στοχοποίησε επαγγελματία δημοσιογράφο, μητέρα δύο παιδιών, με δεκαετίες παρουσίας στον χώρο, μόνο και μόνο γιατί η… πολιτική συζυγία δεν ταιριάζει στα δικά της ιδεολογικά φίλτρα. Επειδή, όπως φαίνεται, για την κ. Κωνσταντοπούλου, το φύλο, η σχέση και το βιογραφικό πρέπει να εγκρίνονται από την Πλεύση για να είναι αποδεκτά.
Η Τίνα Μεσσαροπούλου απάντησε με ήθος, με στοιχεία, με λόγο. Υπενθύμισε πως εργάζεται στον χώρο από το 2001, πως είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ εδώ και 20 χρόνια και πως δεν χρειάζεται την άδεια κανενός για να εκφράζεται δημοσιογραφικά. Και αν η Κωνσταντοπούλου την αποκαλεί υποτιμητικά «πανελίστρια», η ίδια απαντά: «Έχω όνομα και λέγομαι Τίνα Μεσσαροπούλου».
Η επίθεση αυτή δεν είναι η πρώτη. Η Κωνσταντοπούλου έχει μετατρέψει το βήμα του Κοινοβουλίου σε προσωπικό βήμα στοχοποίησης κάθε δημοσιογράφου που δεν της αρέσει. Από τον Άρη Πορτοσάλτε και τη Σία Κοσιώνη, μέχρι τώρα τη Μεσσαροπούλου, η λίστα μεγαλώνει. Με κοινό παρονομαστή το ίδιο μοτίβο: ειρωνεία, χολή, διαστρέβλωση και πάνω απ’ όλα βαθύς αυταρχισμός, ντυμένος με τον μανδύα της «ανεξαρτησίας».
Η ΕΣΗΕΑ αντέδρασε. Καταδίκασε, επιτέλους, την επίθεση ως σεξιστική και απαξιωτική. Αναγνώρισε την επαναλαμβανόμενη στοχοποίηση επαγγελματιών δημοσιογράφων. Ναι, άργησε. Ναι, θα μπορούσε να είχε βγει μπροστά νωρίτερα – όχι μόνο τώρα που το πλήγμα ήταν τόσο κραυγαλέο. Αλλά σε αυτό το περιβάλλον, όπου η Αριστερά έχει χτίσει παράδοση απαξίωσης των δημοσιογράφων που δεν της υποκλίνονται, έστω κι αυτό είναι κάτι.
Και δεν είναι μόνο η Ζωή. Από το σύνολο της νυν διαλυμένης και πάλαι ποτέ ενιαίας ριζοσπαστικής Αριστεράς υπήρξε μεθοδευμένη απαξίωση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, προκειμένου να κατασιγάσουν τον κριτικό του λόγο.
Θυμηθείτε τον Παύλο Πολάκη που φωτογράφιζε δημοσιογράφους σε κοινωνικές στιγμές και παρουσίαζε τις φωτογραφίες ως «αποδείξεις διαπλοκής». Θυμηθείτε τον Αλέξη Τσίπρα που γιουχάριζε παρουσιαστές από γιγαντοοθόνες στα συνέδρια. Θυμηθείτε τα σποτάκια με «παπαγαλάκια». Ή το αλήστου μνήμης σύνθημα που δονούσε την ατμόσφαιρα «Πρετεντέρη, Πρετεντέρη, θα τρέχεις σαν τον Κεντέρη». Ή τον Πάνο Καμμένο με σηκωμένο το χέρι σε χειρονομία νίκης για το τελευταίο τότε φύλλο εφημερίδας του ΔΟΛ.
Όχι, η Κωνσταντοπούλου δεν είναι η πρώτη. Είναι όμως η πιο καλοντυμένη εκπρόσωπος αυτής της κουλτούρας.
Και, βέβαια, ας μην ξεχνάμε και το μέγα οξύμωρο: η ίδια η Ζωή Κωνσταντοπούλου διατηρεί δημοσιογράφους στο επικοινωνιακό επιτελείο της. Εκείνοι όμως, προφανώς, περνούν από... επιτροπή κομματικής καθαρότητας. Δεν είναι «πανελίστες», δεν είναι «ταΐσμένοι από το κράτος». Είναι, μάλλον, το απαύγασμα της ανεξαρτησίας. Ή της υποκρισίας.
Η πολιτική θέλει ήθος. Όχι φτηνά υπονοούμενα. Όχι εξουσιαστική ρητορική, ειδικά όταν μιλάς από βήματα όπως αυτό της Βουλής.
Αν η Ζωή θέλει να καταγγείλει πολιτικές, ας το κάνει. Αν θέλει να στοχοποιεί επαγγελματίες, τότε είναι απλώς άλλη μια θλιβερή φωνή ενός σταλινικού λόγου που παριστάνει τον αντισυστημικό, αλλά τελικά φωνάζει επειδή δεν είναι το ίδιο το σύστημα.
Η Τίνα Μεσσαροπούλου δεν χρειάζεται άδεια για να κάνει τη δουλειά της. Ούτε σιωπητήριο από τα πλεούμενα της Πλεύσης. Και η κοινωνία έχει κρίση – βλέπει ποιος καταγγέλλει την «ξετσιπωσιά» των άλλων, ενώ κοιτάζει τον καθρέφτη και βλέπει μόνο αγιογραφίες.