Για τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης και με στόχο τη δημιουργία μίας ανταγωνιστικής αμυντικής βιομηχανίας που θα ικανοποιεί τις ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας μιλά στο «Μανιφέστο» ο υφυπουργός Εθνικής Αμυνας Γιάννης Κεφαλογιάννης λίγες ώρες μετά την ολοκλήρωση της συζήτησης στη Βουλή για την αμυντική καινοτομία, την αναβάθμιση των στρατιωτικών σχολών και τη δημιουργία κοινού σώματος πληροφορικής.

Σε μία εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη ο υφυπουργός Εθνικής Αμυνας επισημαίνει τον γεωστρατηγικό ρόλο της χώρας μας σε μία περίοδο που η γειτονιά μας «φλέγεται» από πολεμικές συγκρούσεις, οι ισορροπίες στη Μέση Ανατολή παραμένουν λεπτές και η Βόρεια Μακεδονία προκαλεί με τη νέα ηγεσία της ανοίγοντας μέτωπο στα Δυτικά Βαλκάνια.

Κύριε υφυπουργέ, πώς αποτιμάτε τη συνάντηση του Ελληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο;

Εγινε ένας ειλικρινής διάλογος μεταξύ των δύο πλευρών. Παρά τις διαφορές, οι δύο ηγέτες εστίασαν στα θετικά. Υπάρχουν διμερή και διεθνή ζητήματα, η επίλυση των οποίων απαιτούν συνεργασία και συνεννόηση, όπως η οικονομία, το μεταναστευτικό, η πολιτική προστασία, αλλά και η κατάσταση στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία. Τα αποτελέσματα αυτής της παραγωγικής προσέγγισης των δύο πλευρών είναι πιστεύω ορατά. Εχει εκλείψει το τελευταίο διάστημα η οποιαδήποτε εχθροπαθής ρητορική. Δεν νομίζω ότι έχει αυταπάτες καμία πλευρά ως προς την προοπτική επίλυσης – τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα– των σημαντικών διμερών μας διαφορών. Οσο υφίστανται οι παράλογες αξιώσεις της γείτονος για τα ζητήματα της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας, δύσκολα θα μπορέσουμε να διασφαλίσουμε μακροπρόθεσμα την αποφυγή εντάσεων ή και κρίσεων. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν πρέπει να επιδιώκουμε καλές σχέσεις με τη γείτονα. Η Ελλάδα δεν αποκλίνει από τις πάγιες θέσεις της και θα υπερασπίζεται πάντα με αυτοπεποίθηση την εθνική της κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Το κάνουμε μάλιστα σήμερα από θέση μεγαλύτερης ισχύος, με τις Ενοπλες Δυνάμεις μας πολύ πιο ισχυρές και με το κύρος και τη δημόσια εικόνα της χώρας μας σε τελείως διαφορετικό επίπεδο από αυτό που ήταν πριν από πέντε χρόνια.

Το κλίμα αυτό, όπως έχει διαμορφωθεί, αποτελεί διαβεβαίωση για «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο; Ακόμη και σε ό,τι αφορά στο μεταναστευτικό; Η Τουρκία επιμένει στην προκλητική ρητορική, όπως για παράδειγμα στο ζήτημα της δημιουργίας θαλάσσιων πάρκων.

Το κλίμα αυτό είναι αναγκαίο, αλλά όχι ικανή συνθήκη για «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο. Επαναλαμβάνω, δεν έχουμε αυταπάτες ότι η θετική ατζέντα μπορεί κάποια στιγμή να μην είναι αρκετή για να αναστείλει τη σημερινή δυναμική των πραγμάτων, αν υπάρξουν εκ νέου συνθήκες έξαρσης του τουρκικού αναθεωρητισμού. Θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε προς αυτήν την κατεύθυνση, όχι προφανώς από φόβο ή αδυναμία, αλλά με την αυτοπεποίθηση που αντλούμε από την ορθότητα των επιλογών στην εξωτερική μας πολιτική και χωρίς να διακοπούν ούτε στιγμή η συνεχής ενίσχυση και ο εκσυγχρονισμός των Ενόπλων Δυνάμεων και άλλων συντελεστών ισχύος και αποτροπής. Η Ελλάδα ασκεί την κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα στο Αιγαίο με βάση το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας. Είναι παντελώς αδικαιολόγητη η αντίδραση της Τουρκίας για μία πρωτοβουλία η οποία, στην τελική, έχει περιβαλλοντικό χαρακτήρα. Συνεπώς, η Ελλάδα θα προχωρήσει στη δημιουργία αυτών των θαλάσσιων πάρκων. Σε ό,τι αφορά το μεταναστευτικό, η συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών και ειδικά μεταξύ της Αστυνομίας και του Λιμενικού, έχει αποδώσει απέναντι στις παράνομες ροές. Αυτή η συνεργασία πρέπει να συνεχιστεί και να ενταθεί. Και οι δύο χώρες έχουν πιεστεί από μεταναστευτικά κύματα. Γι’ αυτό και συμφωνούμε στη χρηματοδότηση της Τουρκίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως συμφωνούμε και με ένα ευρωπαϊκό σχέδιο που θα μειώσει την πίεση των μεταναστευτικών ροών στην Τουρκία μέσω οργανωμένων μετεγκαταστάσεων.

Σας προβληματίζει η στάση της νέας ηγεσίας στη Βόρεια Μακεδονία; Πώς πρέπει να απαντήσει η Αθήνα και ποια πρέπει να είναι η στάση της Ευρώπης;

Προβληματίζει κατ’ αρχάς γιατί εντείνει μια κατάσταση ρευστότητας και ανησυχίας στα Δυτικά Βαλκάνια, σε ένα περιφερειακό σκηνικό όπου η εθνικιστική ρητορική και τα ζητήματα εθνικής ταυτότητας μοιάζουν να ανακτούν τη δυναμική τους – είτε πρόκειται για το Κόσσοβο, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, την Αλβανία ή τη Βόρεια Μακεδονία. Φοβάμαι ότι η νέα ηγεσία της γειτονικής χώρας επιχειρεί να παραγάγει περισσότερη ιστορία από αυτή που μπορεί να καταναλώσει – για να παραφράσω τον Τσόρτσιλ. Η προκλητική αυτή συμπεριφορά δεν είναι βιώσιμη στο πλαίσιο καλής γειτονίας και προφανώς δεν πρόκειται να γίνει ανεκτή από εμάς. Εκτός του ότι ακυρώνει κάθε πρόοδο στις διμερείς μας σχέσεις, υπονομεύει και την ευρωπαϊκή προοπτική της γείτονος. Και πιστεύω ότι αυτό κατέστη σαφές προς τα Σκόπια τόσο από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη όσο και από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ.

Η επίσκεψη του Εντι Ράμα, ανήμερα της επετείου από τη σύλληψη του υποψήφιου σας για την Ευρωβουλή, Φρέντι Μπελέρη, χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως πρόκληση για την ελληνική κυβέρνηση. Συμφωνείτε;

Δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει τον συμβολικό χαρακτήρα της ημερομηνίας της επίσκεψης. Στις διεθνείς σχέσεις τα ζητήματα αυτά έχουν σημασία και ο Αλβανός πρωθυπουργός το γνωρίζει αυτό καλά. Δεν ξέρω αν η πρόθεσή του ήταν να ερμηνευτεί ως πρόκληση, δεν μπορούμε ωστόσο και να πούμε ότι συμβάλλει στην άμβλυνση της έντασης που έχει προκαλέσει η υπόθεση Μπελέρη. Υπόθεση που δεν είναι απλώς ένα διμερές ζήτημα, αλλά πρωτίστως ένα ζήτημα σεβασμού του κράτους δικαίου και, ως εκ τούτου, καταγράφεται ως ένα περιστατικό που αξιολογείται στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πορείας της γείτονος. Από εκεί και πέρα, ήταν μια μάλλον άκαιρη επίσκεψη, μία ιδιωτική επίσκεψη στο πλαίσιο περιοδειών που κάνει, εκτός Αλβανίας. Δεν επιδιώξαμε την επίσκεψη, δεν τη διοργανώσαμε και δεν αφορούσε προφανώς μία διμερή συνάντηση. Ούτε προφανώς θα έθετε κανείς προσκόμματα για τη διενέργεια οποιασδήποτε εκδήλωσης από οποιονδήποτε στο πλαίσιο που ορίζει το Σύνταγμα και οι νόμοι.

Ολοκληρώνεται σήμερα στη Βουλή η συζήτηση του σχεδίου νόμου για την αμυντική καινοτομία, την αναβάθμιση των στρατιωτικών σχολών και τη δημιουργία κοινού σώματος πληροφορικής. Πιστεύετε ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε μια ανταγωνιστική αμυντική βιομηχανία που θα ικανοποιεί τις ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων;

Εξαρτάται από το τι ορίζουμε ως «ανταγωνιστική αμυντική βιομηχανία». Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι αυτό σημαίνει να σχεδιάζουμε, να κατασκευάζουμε, να παράγουμε μαζικά και να εξάγουμε, για παράδειγμα, ένα νέο F-35. Δεν είναι αυτό το κύριο ζητούμενο της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας σήμερα. Το ερώτημα είναι, αφενός, πώς θα επιτύχουμε την αύξηση του ποσοστού της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής και τεχνολογίας στην υποστήριξη, συντήρηση και εκσυγχρονισμό υφιστάμενων και μελλοντικών οπλικών συστημάτων και αφετέρου πώς θα ενσωματωθεί αποτελεσματικά το οικοσύστημα των ιδιωτικών ελληνικών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των νεοφυών, που παράγουν τεχνολογία και καινοτομία στις τρέχουσες και μελλοντικές ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων. Δεν είμαστε μια χώρα που στερείται ιδεών και διάθεσης συμμετοχής των νέων ανθρώπων στο επιχειρείν, ειδικά στην παροχή καινοτόμων λύσεων στις ανάγκες του κράτους. Το ερώτημα είναι πώς θα προσανατολίσουμε αυτές τις εταιρείες στις ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Είναι κρίσιμο ως εκ τούτου να βρεθεί ένας θεσμικός τρόπος διά του οποίου οι Ενοπλες Δυνάμεις θα επικοινωνούν με διαφάνεια τον μακροχρόνιο εξοπλιστικό προγραμματισμό τους και τις ανάγκες τους για νέα συστήματα. Και αυτό επιχειρούμε να κάνουμε με τη σύσταση του Ελληνικού Κέντρου Αμυντικής Καινοτομίας.

Στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο κατατέθηκε επίσης τροπολογία με την οποία αλλάζει ο τρόπος των κρατήσεων των νέων αξιωματικών και των υπαξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων. Με ποιον τρόπο αναμένεται αυτός να επηρεάσει το μισθολόγιό τους;

Πράγματι, κατατέθηκε από τον υπουργό, τον κ. Δένδια, μια ρύθμιση με την οποία καταργούμε τις «διπλές κρατήσεις» στις οποίες υπόκεινται όλοι οι νέοι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων. Τι είναι αυτές οι διπλές κρατήσεις; Οι φοιτητές όλων των στρατιωτικών σχολών δεν υπόκεινται σε κρατήσεις προς τα Μετοχικά Ταμεία τους και τα άλλα επικουρικά ταμεία, κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Τις κρατήσεις αυτές αρχίζουν και τις καταβάλλουν με το πέρας της φοίτησής τους και την έναρξη της σταδιοδρομίας τους. Ετσι, μια νέα ανθυπολοχαγός ή ένας νέος λοχίας με το που ξεκινήσει την καριέρα του πληρώνει για τέσσερα χρόνια, όσα δηλαδή τα χρόνια φοίτησης στη σχολή, διπλά – αυτά δηλαδή που θα πλήρωνε ως ανθυπολοχαγός ή ως λοχίας και αυτά που έπρεπε να πληρώσει ως φοιτητής. Η επιβάρυνση αυτή π.χ. για έναν νέο ανθυπολοχαγό αγγίζει τα 100 ευρώ το μήνα, μειώνοντας έτσι σημαντικά το διαθέσιμο μηνιαίο εισόδημά του. Με την τροπολογία αυτή επιμηκύνουμε τη χρονική περίοδο της καταβολής των κρατήσεων που αναλογούν στα έτη φοίτησής του από 4 σε 35, αυξάνοντας έτσι το μηνιαίο διαθέσιμο εισόδημα κατά περίπου 90 ευρώ σε έναν νέο αξιωματικό και περίπου το ίδιο σε έναν νέο υπαξιωματικό. Θεωρούμε ότι είναι μια σημαντική μεταρρύθμιση, η οποία, χωρίς κανένα δημοσιονομικό κόστος ή επιβάρυνση για τα Ταμεία, δίνει μια σημαντική βοήθεια στους νέους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, που την έχουν ανάγκη, πιο πολύ από όλους.