Την επισήμανση ότι η δικογραφία για τα Τέμπη δεν περιλαμβάνει καμία αναφορά στο πρόσωπό του, υπογραμμίζει ο Γιάννης Κεφαλογιάννης στο γραπτό υπόμνημα που κατέθεσε στη Βουλή στο πλαίσιο της συζήτησης που διεξάγεται στην Ολομέλεια για τις τρεις προτάσεις σύστασης προανακριτικών επιτροπών.

«H δικογραφία που διαβιβάστηκε στη Βουλή από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου σχετικά με την υπόθεση του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε αναφορά στο πρόσωπό μου. Ουδέν στοιχείο ή ένδειξη καταλογίζεται σε βάρος μου από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές» αναφέρει συγκεκριμένα στο σχετικό υπόμνημα.

Σημειώνεται ότι την παραπομπή σε προανακριτική έρευνα του Γιάννη Κεφαλογιάννη ως υφυπουργού Υποδομών και Μεταφορών την περίοδο 2019-2021 προτείνουν η πρόταση του ΠΑΣΟΚ και η πρόταση των κομμάτων Πλεύση Ελευθερίας, Ελληνική Λύση, Νίκη και οι ανεξάρτητοι βουλευτές που πρόσκεινται στο Κίνημα Δημοκρατίας του Στέφανου Κασσελάκη.

«Ως υφυπουργός Υποδομών και Μεταφορών ουδεμία αρμοδιότητα είχα, αποκλειστική, συντρέχουσα ή παράλληλη, καθ’ ύλην ή εξ αντανακλάσεως, ούτε συναρμοδιότητα, για θέματα ασφάλειας και διαχείρισης της κυκλοφορίας των σιδηροδρομικών μεταφορών. Η επιχειρησιακή ευθύνη για την ασφάλεια ανήκει αποκλειστικά στον ΟΣΕ Α.Ε. ως διαχειριστή υποδομής και ο εποπτικός μηχανισμός στη ΡΑΣ ως Αρχή Ασφάλειας», σημειώνει, ανάμεσα σε άλλα, ο Γιάννης Κεφαλογιάννης στο υπόμνημά του.

Το υπόμνημα

Το γραπτό υπόμνημα έχει ως εξής:

Θέμα: «Υπόμνημα του Βουλευτή Ρεθύμνης Ιωάννη Κεφαλογιάννη, πρώην Υφυπουργού Υποδομών και Μεταφορών, στο πλαίσιο της συζήτησης των προτάσεων για τη σύσταση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προκαταρκτικής Εξέτασης κατ’ άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος, καθώς και τα άρθρα 153 επ. του Κανονισμού της Βουλής και το άρθρο 5 του ν. 3126/2003 «Περί Ποινικής Ευθύνης Υπουργών».

Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε,

Με το παρόν υπόμνημα καταθέτω τη νομική και πραγματική βάση της θέσης μου, αναφορικά με την πρόταση των Κ.Ο. της αντιπολίτευσης, και δη αυτής της Κ.Ο. του ΠΑ.ΣΟ.Κ., για παραπομπή μου σε Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή Προκαταρκτικής Εξέτασης, κατ’ άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος, καθώς και τα άρθρα 153 επ. του Κανονισμού της Βουλής και το άρθρο 5 του ν. 3126/2003 «Περί Ποινικής Ευθύνης Υπουργών», για τη διερεύνηση τυχόν αδικημάτων, που έχουν τελεστεί κατά την άσκηση των καθηκόντων μου ως Υφυπουργού Υποδομών και Μεταφορών με αρμοδιότητα τις μεταφορές στην υπόθεση του τραγικού σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη. Η πρόταση αυτή, κατά το μέρος που με αφορά, στερείται συνταγματικής, νομικής και πραγματολογικής θεμελίωσης.

Συγκεκριμένα, κρίσιμη παράμετρο για τα προς εξέταση ζητήματα αποτελεί το ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 86 Συντ., που προβλέπει τα σχετικά με την ποινική ευθύνη των Υπουργών και των Υφυπουργών. Το άρθρο 86 Συντ. οριοθετεί υποκειμενικά και αντικειμενικά την εν λόγω διαδικασία προβλέποντας εναντίον ποιων προσώπων και για ποιες αξιόποινες πράξεις ασκεί την αρμοδιότητά της η Βουλή. Η παρ. 1 του άρθρου 86 ορίζει ποια πρόσωπα εμπίπτουν στο καθεστώς αυτό, εντός ποιου χρονικού διαστήματος («κατά την άσκηση των καθηκόντων τους») και επιφυλάσσει στον νομοθέτη την περαιτέρω εξειδίκευση του κανονιστικού πλαισίου. Τα σχετικά εξειδικεύει ο οργανικός νόμος ν. 3126/2003 και συγκεκριμένα στο άρθρο 1 περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 86 Συντ. στα πλημμελήματα και στα κακουργήματα. Καταρχήν, η γραμματική διατύπωση της διάταξης για το ποιες αξιόποινες πράξεις υπάγονται στο άρθρο 86 Σ είναι expressis verbis. Όσες τελούνται «κατά την άσκηση των καθηκόντων».

Επομένως, η συνταγματική έννοια του καθήκοντος σε επίπεδο κοινού νόμου συνδέεται με την έννοια της αρμοδιότητας. Και κατά χρόνο (άσκησα ή όχι την αρμοδιότητα κατά τον χρόνο, που έφερα την ιδιότητα του Υφυπουργού) και καθ’ ύλην (η ποινικά κολάσιμη πράξη, που μου αποδίδεται, υπάγεται στον «κύκλο» των αρμοδιοτήτων μου, όπως προσδιορίζονται από τον νόμο).

Κατωτέρω θεμελιώνονται οι νομικοί και πραγματικοί λόγοι, οι οποίοι αποδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι για καμιά εκ των αποδιδόμενων εις βάρος μου πράξεων δεν συντρέχει περίπτωση τέλεσης αξιόποινης πράξης.

I. Περί αρμοδιοτήτων μου ως Υφυπουργού Υποδομών και Μεταφορών με αρμοδιότητα τις μεταφορές.

Με την υπ’ αριθμ. ΔΝΣα΄/οικ.59172/7775/ΦΝ459/19 (ΦΕΚ 3058 Β/30-7-2019) υπουργική απόφαση, μου ανετέθησαν ως Υφυπουργού Υποδομών και Μεταφορών αρμοδιότητες που αφορούσαν μεταξύ άλλων:

Στην εποπτεία της Διεύθυνσης Σιδηροδρομικών Μεταφορών, της Γενικής Διεύθυνσης Μεταφορών.

Στην από κοινού εποπτεία με τον αρμόδιο Υπουργό του ΟΣΕ Α.Ε., που αναλυόταν σε αρμοδιότητα επικαιροποίησης του θεσμικού πλαισίου, αξιολόγησης των εισηγήσεων του οργανισμού, χωρίς να διαθέτω σε καμία περίπτωση αποκλειστική, συντρέχουσα ή παράλληλη αρμοδιότητα, ούτε καθ’ ύλην ούτε ακόμη και εξ αντανακλάσεως για επιχειρησιακά θέματα διαχείρισης κυκλοφορίας και ασφάλειας.

Α. Περί της Ασφάλειας των Σιδηροδρόμων – Θεσμικό και Λειτουργικό Πλαίσιο

Η πολυπλοκότητα και η συνθετότητα του θεσμικού πλαισίου, που διέπει τις αρμοδιότητες επί της ασφάλειας των σιδηροδρομικών μεταφορών τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε εθνικό επίπεδο, επιβάλλει τη σαφή διάκριση των αρμοδιοτήτων των επιμέρους οργάνων, προς αποφυγή σύγκρουσης ή σύγχυσης αρμοδιοτήτων και για αυτό τον λόγο διακρίνει σαφώς τις αρμοδιότητες μεταξύ:

του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών,

του ΟΣΕ Α.Ε. (Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος), και

της Ρυθμιστικής Αρχής Σιδηροδρόμων (ΡΑΣ).

Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στη σαφή διάκριση μεταξύ των αρμοδιοτήτων του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, του ΟΣΕ και της ΡΑΣ, με σκοπό την οριοθέτηση της επιχειρησιακής ευθύνης και τον έλεγχο εφαρμογής του νομοθετικού πλαισίου για την ασφάλεια και τη διαχείριση της κυκλοφορίας του σιδηροδρομικού δικτύου. Όπως μνημονεύεται κατωτέρω, τα εν λόγω πεδία νομικής και διοικητικής δράσης δεν εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Υπουργείου, αλλά στους προαναφερόμενους φορείς.

Το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών ασκεί εποπτεία σε ζητήματα σιδηροδρομικών μεταφορών μέσω της Διεύθυνσης Σιδηροδρομικών Μεταφορών, η αρμοδιότητα της οποίας περιορίζεται στην παρακολούθηση της ανάγκης επικαιροποίησης του θεσμικού πλαισίου, στην αξιολόγηση των εισηγήσεων των αρμόδιων θεσμικών φορέων, στην ανάληψη πρωτοβουλιών για την εναρμόνιση με τις ευρωπαϊκές οδηγίες και στην κατά ιεραρχικό λόγο και τάξη ενημέρωση της πολιτικής ηγεσίας. Η εν λόγω Διεύθυνση ουδεμία επιχειρησιακή αρμοδιότητα έχει, που αφορά στη λήψη ή εκτέλεση μέτρων ασφάλειας κυκλοφορίας ή διαχείρισης υποδομής.

Ο ΟΣΕ Α.Ε. αποτελεί το βασικό επιχειρησιακό φορέα διαχείρισης της Εθνικής Σιδηροδρομικής Υποδομής. Ως Διαχειριστής Υποδομής σύμφωνα με το ν. 4408/2016 και τον ν. 4974/2022, ο ΟΣΕ έχει αναλάβει κρίσιμες αρμοδιότητες που αφορούν:

Στη διαχείριση της κυκλοφορίας: Ο ΟΣΕ είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την κυκλοφορία των αμαξοστοιχιών επί του σιδηροδρομικού δικτύου. Αυτό περιλαμβάνει τη ρύθμιση της κυκλοφορίας μέσω του Γενικού Κανονισμού Κίνησης και των εγκυκλίων της Διεύθυνσης Κυκλοφορίας του Οργανισμού.

Στην κατανομή δρομολογίων και χρέωση υποδομής: Ορίζει τη διαθεσιμότητα και κατανομή των σιδηροδρομικών διαδρομών (paths) και καθορίζει τα τέλη χρήσης της υποδομής.

Στη διαχείριση των συστημάτων ασφάλειας: Σύμφωνα με το ν. 2671/1998 (άρθρο 1 παρ. 3α), στις αρμοδιότητες του ΟΣΕ περιλαμβάνεται ρητώς η διαχείριση των συστημάτων ρύθμισης και ασφάλειας της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας.

Στη συντήρηση, επισκευή και αναβάθμιση της υποδομής: Ο ΟΣΕ έχει την ευθύνη για την ασφάλεια και τη λειτουργικότητα του φυσικού και τεχνικού δικτύου (γραμμές, σταθμοί, ηλεκτροδότηση, σηματοδότηση, τηλεδιοίκηση, ισόπεδες διαβάσεις κ.λπ.).

Ο ΟΣΕ δρα ως ανεξάρτητος οργανισμός στη λήψη αποφάσεων για τη διαχείριση της υποδομής, στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 7Α, 29 και 39 του ν. 4408/2016, ενώ οι αποφάσεις για λειτουργικά θέματα (όπως περιορισμοί ταχύτητας, στελέχωση σταθμαρχείων, έκδοση οδηγιών κυκλοφορίας) λαμβάνονται από τη Διεύθυνση Κυκλοφορίας του ίδιου Οργανισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αρμοδιότητας αποτέλεσε η έκδοση οδηγιών για περιορισμούς ταχύτητας και η αυξημένη στελέχωση του Οργανισμού, που επακολούθησε του δυστυχήματος των Τεμπών. Πράξεις που συντελέσθησαν αυτοτελώς από τη Διεύθυνση Κυκλοφορίας του ΟΣΕ, χωρίς να απαιτείται απόφαση ή η με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σύμπραξη του αρμόδιου Υπουργείου.

Η ΡΑΣ αποτελεί την Αρχή Ασφάλειας της χώρας μας σύμφωνα με το άρθρο 68 του ν. 4632/2019, κατόπιν σχετικής απαίτησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2013, με σκοπό τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των αρμοδιοτήτων ασφάλειας από τα διοικητικά όργανα του Υπουργείου.

Οι βασικές αρμοδιότητες της ΡΑΣ περιλαμβάνουν:

Την εποπτεία εφαρμογής του θεσμικού πλαισίου ασφάλειας: Η ΡΑΣ ελέγχει τη συμμόρφωση του διαχειριστή υποδομής (ΟΣΕ) και των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων (εταιρείες που εκτελούν δρομολόγια) προς την κείμενη εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία ασφάλειας.
Την αδειοδότηση του διαχειριστή υποδομής για την ασφαλή ρύθμιση της κυκλοφορίας: Σύμφωνα με το άρθρο 64 του ν. 4632/2019, ο ΟΣΕ υποχρεούται να διαθέτει σε ισχύ σχετική άδεια της ΡΑΣ για να μπορεί να διαχειρίζεται με ασφάλεια την κυκλοφορία, με ισχύ πενταετίας.

Την παρακολούθηση της συνολικής διατήρησης της σιδηροδρομικής ασφάλειας: Στο άρθρο 56 του ίδιου νόμου προβλέπεται ότι η ΡΑΣ είναι ο φορέας συνολικής εποπτείας της ασφάλειας του σιδηροδρομικού συστήματος.

Η ΡΑΣ εκδίδει, επίσης, τις Ετήσιες Εκθέσεις Ασφάλειας και τις Ετήσιες Εκθέσεις Πεπραγμένων, οι οποίες ενημερώνουν τη διοικητική και πολιτική ηγεσία του Υπουργείου για την κατάσταση ασφάλειας του δικτύου, χωρίς το Υπουργείο να διαθέτει εκτελεστική ή επιχειρησιακή αρμοδιότητα παρέμβασης, καθώς η ΡΑΣ αποτελεί νομοθετικά κατοχυρωμένη ανεξάρτητη αρχή απολαύουσα διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, μη υποκείμενης σε παρεμβάσεις άλλων οργάνων.

Συνοψίζοντας, το προαναφερθέν θεσμικό πλαίσιο διαχωρίζει με σαφήνεια τις αρμοδιότητες μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων και οργάνων, ως εξής:

Το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών ασκεί θεσμική εποπτεία δια της παρακολούθησης της ανάγκης επικαιροποίησης του θεσμικού πλαισίου, της αξιολόγησης των εισηγήσεων των αρμόδιων φορέων και της εναρμόνισης με το ευρωπαϊκό δίκαιο, χωρίς να καθιδρύεται υποχρέωση ως προς την επιχειρησιακή ευθύνη ασφάλειας.

Ο ΟΣΕ Α.Ε. ως διαχειριστής υποδομής διαχειρίζεται την κυκλοφορία, εφαρμόζει μέτρα ασφάλειας, διαχειρίζεται τα συστήματα κυκλοφορίας και διασφαλίζει τη λειτουργικότητα του δικτύου.

Η ΡΑΣ ως ανεξάρτητη Αρχή Ασφάλειας εποπτεύει την εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου και εκδίδει σχετικές άδειες και ετήσιες εκθέσεις.

Η λειτουργία αυτή ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και της αρχής της ανεξαρτησίας μεταξύ εποπτείας, διαχείρισης υποδομής και επιχειρησιακής εκτέλεσης, διασφαλίζοντας την αντικειμενικότητα και την ασφάλεια του σιδηροδρομικού συστήματος.

Με βάση το ανωτέρω θεσμικό πλαίσιο:

1. Ως Υφυπουργός Υποδομών και Μεταφορών ουδεμία αρμοδιότητα είχα, αποκλειστική, συντρέχουσα ή παράλληλη, καθ’ ύλην ή εξ αντανακλάσεως, ούτε συναρμοδιότητα, για θέματα ασφάλειας και διαχείρισης της κυκλοφορίας των σιδηροδρομικών μεταφορών.

2. Η επιχειρησιακή ευθύνη για την ασφάλεια ανήκει αποκλειστικά στον ΟΣΕ Α.Ε. ως διαχειριστή υποδομής και ο εποπτικός μηχανισμός στη ΡΑΣ ως Αρχή Ασφάλειας.

3. Το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών και η πολιτική του ηγεσία ασκεί θεσμική εποπτεία, που αφορά κυρίως στην αξιολόγηση προτάσεων, που προέρχονται από τους ίδιους τους αρμόδιους φορείς (ΟΣΕ – ΡΑΣ), η οποία έχει σαφή και αυστηρά λειτουργικά όρια, καθώς ουδεμία αρμοδιότητα άμεσης επιχειρησιακής παρέμβασης αναγνωρίζεται στον νόμο.

Συνεπώς, η απόδοση ποινικής ευθύνης - που ερείδεται επί αρμοδιότητας, που δεν είχα, ή συναρμοδιότητας, που δεν μου απεδόθη - στο πλαίσιο της πρότασης για την άσκηση δίωξης μου, είναι παντελώς έωλη, καθώς δεν θεμελιώνεται από το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο ούτε προκύπτει από την οργανωτική και λειτουργική δομή της διαχείρισης της σιδηροδρομικής ασφάλειας.

ΙΙ. Περί συναρμοδιότητας στην διαδικασία προσλήψεων και στελέχωσης του ΟΣΕ

Αναφορικά με την παράλειψη, που μου αποδίδεται για την μη ενίσχυση του ΟΣΕ λεκτέα τα εξής:

Ο ΟΣΕ ιδρύθηκε με το ν.δ. 674/70 (παρ 1 του άρθρου 18, ΦΕΚ 192/Α/19-9-1970) και όπως προβλέπεται στις διατάξεις του ν.δ. 532/72 (ΦΕΚ 161/Α/11-9-1972) αποτελεί Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου του Ελληνικού Δημοσίου (Ανώνυμη Εταιρεία). H λειτουργία του διέπεται από τις διατάξεις του ν. 4972/2022 (άρθρο 6 και 14) περί ανωνύμων εταιρειών και εποπτεύεται για θέματα λειτουργίας και αρμοδιοτήτων του από τον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών και για οικονομικά θέματα από τον Υπουργό Οικονομικών (άρθρο 20).

Σε σχέση με τη Διεύθυνση Σιδηροδρομικών Μεταφορών, που υπαγόταν σε εμένα ως Υφυπουργό (ως προς την εποπτεία της), το άρθρο 71 του π.δ. 123/2017, οριοθετεί με σαφήνεια τις αρμοδιότητες της, οι οποίες περιορίζονται:

Σε θέματα θεσμικής εποπτείας και κανονιστικού πλαισίου.

Σε ζητήματα κοινοποίησης και ορισμού οργανισμών πιστοποίησης και παρακολούθησης θεσμικής συμμόρφωσης, εκτός των θεμάτων αρμοδιότητας της Ρυθμιστικής Αρχής Σιδηροδρόμων.

Σε ευρωπαϊκές υποχρεώσεις κοινοποίησης κανόνων ασφάλειας, οι οποίοι λαμβάνουν μορφή κανονιστικών ρυθμίσεων, ύστερα από εισήγηση των φορέων.

Ουδεμία διάταξη θεσπίζει αρμοδιότητα ή οποιαδήποτε εμπλοκή της εν λόγω Διεύθυνσης ή του Υφυπουργού Μεταφορών σε θέματα στελέχωσης, προσλήψεων ή υπηρεσιακής τοποθέτησης προσωπικού του ΟΣΕ.

Συμπερασματικά, από την ανάλυση του π.δ. 123/2017 και της απόφασης ανάθεσης αρμοδιοτήτων μου, καθώς και του θεσμικού πλαισίου που ισχύει και ίσχυε κατά τον χρόνο, που έφερα την ιδιότητα του Υφυπουργού, ουδέποτε μου ανετέθη ή εθεσπίθη η οποιαδήποτε αρμοδιότητα ή υποχρέωση ενέργειας σε θέματα στελέχωσης ή διαχείρισης προσωπικού του ΟΣΕ.

Οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί κύριας ή δευτερεύουσας αρμοδιότητας, ή συναρμοδιότητας ή ευθύνης μου ως Υφυπουργού Μεταφορών στα θέματα αυτά στερείται νομικής βάσης και αντίκειται ευθέως στο ισχύον οργανωτικό και διοικητικό πλαίσιο που διέπει το σύστημα προσλήψεων του ΟΣΕ.

ΙΙΙ. Περί της υποτιθέμενης ενημέρωσής μου από υπηρεσιακούς, συνδικαλιστικούς και άλλους φορείς.

Η επίκληση σειράς εγγράφων, αναφορών, υπομνημάτων και μαρτυρικών καταθέσεων που προβάλλεται στην πρόταση της Κ.Ο. του ΠΑ.ΣΟ.Κ., επιβεβαιώνει ασφαλώς το γενικότερο προβληματικό περιβάλλον λειτουργίας του σιδηροδρομικού δικτύου.

Ωστόσο, δεν στοιχειοθετείται ούτε προκύπτει εξ αυτού οιαδήποτε ποινική μου ευθύνη και σε καμία περίπτωση η πράξη, που μου αποδίδεται, δεν είναι κατά το λατινικό ρητό «certa», δηλαδή ακριβής, ώστε τυχόν κατάφασή της να θέτει ζήτημα με τις θεμελιώδεις αρχές του ποινικού δικαίου που προστατεύονται και συνταγματικά στο άρθρο 7. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το σύνολο των εγγράφων που δήθεν θεμελιώνουν, σύμφωνα με την πρόταση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., την υποτιθέμενη παράλειψή μου, καθώς όλα φέρουν ημερομηνία πέραν της 31ης .8. 2021, οπότε είχα απωλέσει την ιδιότητα του Υφυπουργού. Ακόμα δε και το έγγραφο της Πανελλήνιας Ένωσης Σταθμαρχών με ημερομηνία 17.6.2021 (και όχι 14/6/2021, όπως λανθασμένα αναγράφεται στην πρόταση) που επικαλείται το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν απευθύνεται σε εμένα -ευλόγως καθόσον δεν είχα καμία αρμοδιότητα επί των ζητημάτων στα οποία αναφέρεται-, ούτε περιήλθε ποτέ σε γνώση μου. Συνεπώς, ουδέν από τα επικληθέντα έγγραφα, αλλά και όσα βρίσκονται στην διαβιβασθείσα δικογραφία, προσδιορίζει παράλειψη ή άρνηση ενέργειας εκ μέρους μου.

Τέλος, βάσει των διατάξεων του άρθρου 86 του Συντάγματος και του άρθρου 4 του ν. 3126/2003 περί ευθύνης Υπουργών, η Βουλή των Ελλήνων έχει αρμοδιότητα να ασκήσει δίωξη κατά μελών της Κυβέρνησης ή Υφυπουργών και κατόπιν διαβίβασης δικογραφίας από τις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές και εφόσον η δικογραφία περιλαμβάνει ρητή ονομαστική αναφορά στο πρόσωπο κατά του οποίου πρόκειται να κινηθεί η διαδικασία. Στην προκειμένη περίπτωση, η δικογραφία που διαβιβάστηκε στη Βουλή από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου σχετικά με την υπόθεση του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε αναφορά στο πρόσωπό μου. Ουδέν στοιχείο ή ένδειξη καταλογίζεται σε βάρος μου από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές. Η συνταγματική αρχή της νομιμότητας της ποινικής διαδικασίας, η οποία απορρέει από το άρθρο 7 του Συντάγματος, επιβάλλει ότι κανείς δεν μπορεί να διώκεται ή να παραπεμφθεί χωρίς προηγούμενη νομίμως συγκροτημένη δικογραφία. Η δε δικογραφία αποτελεί την κύρια νόμιμη βάση, σύμφωνα με τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, για την άσκηση ποινικής διαδικασίας κατά πολιτικού προσώπου.

Επειδή, το αποδιδόμενο- αβασίμως, ως καταδείχθηκε- αδίκημα της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών, ως αυτό τυποποιείται στο ά. 291 ΠΚ, είναι έγκλημα αποτελέσματος και μπορεί επομένως να τελεστεί δια παραλείψεως, μόνο όταν παραλείπεται οφειλόμενη ενέργεια προς αποτροπή ή καταστολή κινδύνου. Εν προκειμένω, ενόψει των προεκτεθέντων, καθίσταται σαφές ότι ουδέποτε διέθετα αρμοδιότητα για θέματα ασφάλειας και διαχείρισης της κυκλοφορίας των σιδηροδρομικών μεταφορών, ενώ ουδέν εκ των εμπεριεχομένων εις την κοινοβουλευτική πρόταση ενημερωτικών εγγράφων, περιήλθε εις γνώση μου καθώς είχα αποχωρήσει από το Υπουργείο έχοντας απωλέσει την ιδιότητα του Υφυπουργού, προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ότι συνέτρεχε εις το πρόσωπό μου οιοδήποτε καθήκον αποτροπής κινδύνου, τον οποίο παρέλειψα, ενσυνείδητα, να αποτρέψω (!)

Συμπερασματικά η απόδοση ποινικής ευθύνης εκ των υστέρων σε πρόσωπο που είχε παύσει να ασκεί καθήκοντα 18 μήνες πριν την επέλευση του συμβάντος, αποτελεί πράξη εργαλειοποίησης μίας εθνικής τραγωδίας και υπονόμευσης της θεσμικής σοβαρότητας της κοινοβουλευτικής διαδικασίας.

Το σύνολο των προτάσεων της αντιπολίτευσης και ιδιαιτέρως του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στηρίζεται σε νομικά αβάσιμη, χρονικά ασύνδετη και πολιτικά προσχηματική συλλογιστική που στερείται νομικής και θεσμικής θεμελίωσης και συνιστά κατάχρηση της συνταγματικά προβλεπόμενης διαδικασίας για την απόδοση ποινικής ευθύνης σε μέλη της κυβέρνησης.

Με τιμή,

Ιωάννης Α. Κεφαλογιάννης

Βουλευτής Ρεθύμνου – Νέα Δημοκρατία

Πρώην Υφυπουργός Υποδομών και Μεταφορών