Έπειτα από 11 ημέρες ένοπλης σύγκρουσης με το Ισραήλ, το παλαιστινιακό ισλαμικό κίνημα Χαμάς εκτιμά πως κέρδισε μια “νίκη” μετά το τέλος των πληγμάτων στη Γάζα, όμως η κυριότερη επιτυχία του είναι ότι περιθωριοποίησε ακόμη περισσότερο τους αντιπάλους του της Φάταχ, σύμφωνα με αναλυτές.

Η επιστροφή της ηρεμίας στον θύλακο, όπου σχεδόν 250 Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν από τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς, γιορτάστηκε χθες από ένα πλήθος που ανέμιζε παλαιστινιακές σημαίες και σημαίες της Χαμάς, στη Γάζα, αλλά και στην κατεχόμενη από το Ισραήλ Δυτική Όχθη, όπου εδρεύει ο Παλαιστίνιος πρόεδρος Μαχμούντ Αμπάς, ηγέτης της Φάταχ.

“Πρόκειται για μια στρατηγική νίκη (…)”, δήλωσε ο Ισμαήλ Χανίγια, ηγέτης της Χαμάς, του κινήματος που ασκεί την εξουσία στη Γάζα από το 2007 και υποστηρίζεται κυρίως από το Ιράν, υπ’ αριθμόν ένα εχθρό του Ισραήλ. Στο αντίπαλο στρατόπεδο, το Ισραήλ έκανε λόγο για μια “εξαιρετική επιτυχία”.

Στη διάρκεια της σύγκρουσης που ξέσπασε στις 10 Μαΐου, τουλάχιστον 4.300 ρουκέτες εκτοξεύθηκαν από τη Γάζα. Αν και ένα μεγάλο μέρος από αυτές αναχαιτίστηκαν, οι κάτοικοι πολλών ισραηλινών πόλεων έζησαν μέσα στον φόβο και στον ρυθμό των σειρήνων.

Ο ισραηλινός στρατός, που θεωρείται η πρώτη στρατιωτική δύναμη στη Μέση Ανατολή, ανέφερε πως οι ρίψεις ρουκετών στο έδαφός του είχαν μια χωρίς προηγούμενο ένταση.

Παρά τις καταστροφές, τον αυξημένο αριθμό των θυμάτων και τον θάνατο πολλών μαχητών της, η Χαμάς αισθάνεται ότι νίκησε “επειδή κατάφερε να πλήξει την καρδιά του εδάφους του Ισραήλ (και ο στρατός) δεν μπόρεσε να την εμποδίσει” , λέει ο Τζαμάλ αλ-Φάντι, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στη Γάζα.

Και κατάφερε να ενισχύσει το οπλοστάσιο πυραύλων της παρά τον αποκλεισμό που επιβάλλει το Ισραήλ για σχεδόν 15 χρόνια στη Γάζα, σημειώνει.

Για τη Χαμάς, η οποία άρχισε να εκτοξεύει ρουκέτες σε αλληλεγγύη με τους Παλαιστίνιους διαδηλωτές που αντιμετώπιζαν την ισραηλινή αστυνομία στην επίσης κατεχόμενη Ανατολική Ιερουσαλήμ, η σύγκρουση της επέτρεψε να προβληθεί ως ο μοναδικός υπερασπιστής των Παλαιστινίων, σύμφωνα με τους παρατηρητές.

“Η Χαμάς επέλεξε εν μέρει την κλιμάκωση από πολιτικό καιροσκοπισμό, προκειμένου να ενισχύσει τη νομιμοποίησή της όχι μόνο μεταξύ των υποστηρικτών της αλλά και από ένα ευρύτερο (παλαιστινιακό) κοινό”, εκτιμά ο Χιου Λόβατ, αναλυτής στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Διεθνών Σχέσεων.

“Βάρος”

Στα μαχαίρια αφότου η Χαμάς κέρδισε τις τελευταίες παλαιστινιακές βουλευτικές εκλογές το 2006 και στη συνέχεια εκδίωξε τους μαχητές της λαϊκής Φάταχ από τη Γάζα το επόμενο έτος, τα δύο κυριότερα παλαιστινιακά κινήματα είχαν ξεκινήσει μια διστακτική επαναπροσέγγιση τους τελευταίους μήνες.

Όμως η ακύρωση από τον Αμπάς των πρώτων παλαιστινιακών εκλογών σε 15 χρόνια, που επρόκειτο αρχικά να διεξαχθούν στις Μαΐου –σήμερα– προκάλεσε την οργή της Χαμάς που κατήγγειλε ένα “πραξικόπημα”.

Η Χαμάς είχε μεγάλες φιλοδοξίες για αυτές τις εκλογές, εκ των οποίων εκείνην “της ελάφρυνσης από το βάρος της διακυβέρνησης” της λωρίδας της Γάζας, μιας μικρής περιοχής όπου συνωστίζονται δύο εκατομμύρια κάτοικοι και η οποία υπονομεύεται από την φτώχεια και την ανεργία που επιδεινώθηκαν εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού, λέει ο Λόβατ.

“Η προοπτική εκλογών και στη συνέχεια μιας κυβέρνησης ενότητας (με τη Φάταχ) θα είχε επιτρέψει μια πρόοδο” στη Γάζα, λέει. “Όμως επειδή η πολιτική οδός έκλεισε, έπρεπε να ξανακάνει τους υπολογισμούς της”.

Η Χαμάς χρησιμοποιεί τους κύκλους βίας προκειμένου να εξασφαλίσει “παραχωρήσεις” από το Ισραήλ, όπως μια χαλάρωση των περιορισμών στις εισαγωγές ή μια αύξηση του αριθμού των αδειών εξόδου που δίνονται στους κατοίκους, σημειώνει ο αναλυτής.

“Υπερασπιστής του ισλάμ”

Απέναντι σε έναν εξασθενημένο Μαχμούντ Αμπάς που συνιστά εδώ και χρόνια διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ χωρίς καμία πρόοδο, η Χαμάς ενσαρκώνει την “αντίσταση” απέναντι στο Ισραήλ.

Για το κίνημα αυτό, “οι περιοδικές εξάρσεις της βίας είναι το κύριο πλεονέκτημά της σε σχέση με τη Φάταχ”, εκτιμά ο Χουσέιν Ίμπις, ειδικός στη Μέση Ανατολή. “Προβάλλει τον εαυτό της ως υπερασπιστή της Παλαιστίνης, της Ιερουσαλήμ και του ισλάμ (…) και ως η μοναδική που μπορεί να κάνει το Ισραήλ να πληρώσει το τίμημα της κατοχής (…)”.

“Ο Αμπάς έχει εξασθενίσει” και το “πολιτικό σχέδιό του δεν είναι πλέον αποδεκτό στα μάτια” του παλαιστινιακού λαού, λέει ο Φάντι. Και η ακύρωση των εκλογών δεν έγινε ευνοϊκά δεκτή από ένα μέρος του πληθυσμού.

Τίποτε δεν έχει επιτευχθεί, σύμφωνα με τους παρατηρητές, στη διάρκεια της θητείας του Αμπάς, 86 ετών, που αναμενόταν να ολοκληρωθεί το 2009. Το Ισραήλ εξακολουθεί να κατέχει από το 1967 τη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ, εντείνει τον εποικισμό και εξασφάλισε από τις Ηνωμένες Πολιτείες την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσάς του.

Μένει να φανεί αν η Χαμάς, που θεωρείται “τρομοκρατική οργάνωση” από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα καταφέρει να διαχειριστεί την περίοδο μετά τη σύγκρουση, με την πρόκληση της ανοικοδόμησης της Γάζας, εκτιμά ο αλ-Φάντι.

Και αν “αυτή η κατάπαυση του πυρός θα διαρκέσει περισσότερο από τις άλλες”, υπογραμμίζει ο Λόβατ, για τον οποίο “είναι μόνο θέμα χρόνου πριν από τον επόμενο πόλεμο”.