Οι κλυδωνισμοί που είχε υποστεί ο κυβερνητικός συνασπισμός του «φωτεινού σηματοδότη» στη Γερμανία (σ.σ.: από τα χρώματα των τριών κυβερνητικών εταίρων, κόκκινο για τους Σοσιαλδημοκράτες, πράσινο για τους Πράσινους και κίτρινο για τους Φιλελεύθερους) θα οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια στη διάλυσή του. Το κρίσιμο ερώτημα ωστόσο είναι τι θα συμβεί τώρα και αν η κρίση που ξεκίνησε από το Βερολίνο θα φτάσει ως τις Βρυξέλλες και θα επηρεάσει ολόκληρη την Ευρώπη, σε μια περίοδο μάλιστα ιδιαίτερα εύθραυστη λόγω των δύο πολέμων που βρίσκονται σε εξέλιξη σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, αλλά και των νέων συσχετισμών που δημιουργεί παγκοσμίως η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ.

Γράφει η Έρση Παπαδάκη

Το στοιχείο-κλειδί άλλωστε είναι η οικονομία, αφού αφενός οι τριβές για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γερμανική οικονομία ήταν βασικά αυτές που οδήγησαν στη διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού. Αφετέρου η πολιτική αστάθεια είναι δεδομένο ότι θα έχει ακόμα πιο βαρύ αντίκτυπο στη γερμανική οικονομία, επηρεάζοντας ωστόσο ανάλογα την κατάσταση σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Ζοφερό σκηνικό

Ο προστατευτισμός που υπόσχεται για την αμερικανική οικονομία ο Τραμπ και η απειλή της επιβολής δασμών στα ευρωπαϊκά προϊόντα, τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η γερμανική βιομηχανία λόγω της μειωμένης ζήτησης τόσο από την Ευρώπη όσο και από την Κίνα, οι σοβαρές ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό και η ασυμφωνία για το λεγόμενο «φρένο χρέους» που οδήγησαν στη διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού κι ενώ η γερμανική οικονομία έχει εδώ και καιρό βυθιστεί σε έναν φαύλο κύκλο ύφεσης, είναι οι παράγοντες που συνθέτουν αυτό το ζοφερό σκηνικό που είναι εύλογο να προκαλεί πονοκεφάλους και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.

Υπάρχει όμως και το πολιτικό σκέλος: η ραγδαία άνοδος του ακροδεξιού AfD και η απειλή να μη σχηματιστεί μια βιώσιμη κυβέρνηση ανησυχούν τόσο τις πολιτικές ηγεσίες όσο και τους επενδυτές. Οι πρώτες δημοσκοπήσεις ωστόσο δείχνουν προβάδισμα των παραδοσιακών κομμάτων, ήτοι των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών, οι οποίοι προτάσσουν τη στήριξη της οικονομίας ως βασικό μέλημά τους, διασκεδάζοντας εν μέρει αυτές τις ανησυχίες. Και σε κάθε περίπτωση, παρά την ασυμφωνία για το «φρένο χρέους» και τις πληγές που άφησαν στη γερμανική οικονομία τόσο η ενεργειακή κρίση όσο και η στήριξη προς την Ουκρανία τα τελευταία χρόνια –πολιτικές για τις οποίες επικρίθηκε σφόδρα ο καγκελάριος, Ολαφ Σολτς–, είναι γεγονός ότι η Γερμανία δεν απειλείται τόσο πολύ από το χρέος ή το έλλειμμα όσο άλλες ευρωπαϊκές χώρες που κάθε άλλο παρά αμελητέες ποσότητες αποτελούν, όπως π.χ. η Γαλλία και η Ιταλία.

Θεωρητικά, εν όψει της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης, οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Φιλελεύθεροι τάσσονται υπέρ μιας πολιτικής στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών με μείωση φόρων, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι τάσσονται υπέρ πιο στοχευμένων παρεμβάσεων (π.χ. στις τράπεζες). Το γεγονός ωστόσο ότι η προεκλογική περίοδος ενδέχεται να διαρκέσει ολόκληρους μήνες δημιουργεί φόβους στους αναλυτές για δημοσιονομική χαλαρότητα που θα μπορούσε να μεγαλώσει τα ήδη υπαρκτά προβλήματα, ενώ τούτο θα έχει σαφές αρνητικό αντίκτυπο και στο ευρώ, ιδιαίτερα σε μια περίοδο κατά την οποία η εκλογή Τραμπ έχει δώσει ώθηση στο δολάριο και την αμερικανική οικονομία γενικότερα.

Εκτός εάν...

Οι ίδιοι αναλυτές εκτιμούν επίσης ότι ο αντίκτυπος στα γερμανικά ομόλογα και την πιστοληπτική ικανότητα της γερμανικής οικονομίας δεν θα είναι σοβαρός, εκτός και αν υπάρχουν μεγάλες εκπλήξεις, όπως μια μακρόχρονη πολιτική αστάθεια με την αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης μετά τις εκλογές ή με μια μεγάλη άνοδος του AfD. Κατά γενική ομολογία άλλωστε, οι αδυναμίες της γερμανικής οικονομίας, που γίνονται τώρα ορατές, έχουν τις ρίζες τους αρκετές δεκαετίες πίσω. Αν και η χώρα δεν είναι «ο μεγάλος ασθενής» της ευρωπαϊκής οικονομίας, ουδείς μπορεί να συμμεριστεί την αισιοδοξία που εκφράζουν περισσότερο ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία πολιτικοί άνδρες της Γερμανίας, όπως ο πρόεδρος Φρανκ Βάλτερ Στάινμαϊερ, ο οποίος, αμέσως μετά την κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού, δήλωσε πως «δεν είναι δα και το τέλος του κόσμου». Σίγουρα όμως είναι το τέλος μιας εποχής κατά την οποία η Γερμανία φιλοδοξούσε βάσιμα να είναι ο οικονομικός –και πολιτικός– ηγέτης της Ευρώπης, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό και για το μέλλον της ΕΕ.