Είναι 4η Οκτωβρίου 2004. Στο Konzerthaus του Βερολίνου, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν βραβεύεται ως «Ο Ευρωπαίος της Χρονιάς». Ο καγκελάριος της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ τον περιγράφει στην τελετή ως «μεγάλο μεταρρυθμιστή», που προωθεί «μια σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία, μακριά από τον ισλαμικό φονταμενταλισμό».
Δεκαεννέα χρόνια μετά, ο... μεγάλος ευρωπαίος μεταρρυθμιστής, ο οποίος στο μεταξύ οικονόμησε το παρατσούκλι «σουλτάνος», διατρέχει κίνδυνο να χρειαστεί σύντομα μαθήματα δημιουργικής απασχόλησης συνταξιούχων πρώην ηγετών από τον παλιό γερμανό φίλο του.
Οι εκλογές που διεξάγονται αύριο στην Τουρκία χαρακτηρίζονται ιστορικής σημασίας. Κυρίως επειδή για πρώτη φορά έπειτα από είκοσι χρόνια, ο θρόνος τρίζει, η ανατροπή μοιάζει ρεαλιστική. Στη διάρκεια της σχεδόν διετούς προεκλογικής περιόδου, δεν κυριάρχησε η ιδεολογική αντιπαράθεση, δεν υπήρξε σύγκρουση αριστεράς - δεξιάς, κοσμικής ή θεοκρατικής αντίληψης. Το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου δεν έχει πλέον ξεκάθαρη πολιτική ταυτότητα και πίσω του έχουν συνταχθεί ακόμη και παλιοί επικριτές του. Ο αντίπαλος του, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, θέλει να κεφαλαιοποιήσει ακριβώς αυτή την ασάφεια και μαζεύει ψήφους από όλες τις πλευρές. Ούτως ή άλλως οι αυριανές εκλογές είναι κάτι σαν δημοψήφισμα, με διακύβευμα, ούτε λίγο ούτε πολύ, το «ναι ή όχι στον Ερντογάν».
Εκτός Τουρκίας, ο απερχόμενος πρόεδρος έχει ελάχιστους υποστηρικτές. Στη Γερμανία, όπου ζει η μεγαλύτερη τουρκική διασπορά –περίπου τρία εκατομμύρια–, η κινητοποίηση για τις εκλογές ήταν άνευ προηγουμένου. Από το 1,5 εκατομμύριο πολιτών με τουρκικό διαβατήριο και δικαίωμα ψήφου, στις κάλπες οι οποίες στήθηκαν εκ των προτέρων σε όλη τη γερμανική επικράτεια προσήλθαν περισσότεροι από 730.000 ψηφοφόροι, κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες περισσότεροι από ό,τι στις εκλογές του 2018.
Τότε, το 60% είχε ψηφίσει Ερντογάν. «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, αλλά προτιμώ αυτόν που γνωρίζω καλύτερα», θα πει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αντνάν Μπ., οδηγός ταξί που ζει πάνω από 30 χρόνια στο Βερολίνο. Έξω από το τουρκικό προξενείο στο ήσυχο προάστιο του Westend, σχηματίζονταν τις τελευταίες εβδομάδες καθημερινά ουρές για την ψηφοφορία. «Απογοητευτήκαμε από τον Ερντογάν, άλλαξε πολύ τα τελευταία χρόνια, δεν τον ενδιαφέρει πλέον ο κόσμος, αλλά μόνο η εξουσία», είπαν, σχεδόν με μια φωνή, τα 6 μέλη οικογένειας που ήρθαν για να ψηφίσουν, όπως είπαν, την αντιπολίτευση.
Τα προηγούμενα χρόνια, την εποχή της οικονομικής άνθισης της Τουρκίας, οι μετανάστες της χώρας στην Ευρώπη ανακάλυπταν πρωτόγνωρη αυτοπεποίθηση. «Ερχόμαστε» ("Wir kommen"), ήταν ο –σχεδόν απειλητικός– τίτλος βιβλίου του νεαρού τουρκοαυστριακού Ινάν Τουρκμέν, που το 2012 έγραφε: «Ανεξαρτήτως του εάν μας θέλετε ή όχι, αν μας ενσωματώνετε ή όχι, αν μας θέλετε στην ΕΕ ή όχι, η επιρροή μας στην Ευρώπη θα αυξηθεί. Διότι είμαστε νεότεροι, πιο πεινασμένοι, πιο δυνατοί από εσάς». Σήμερα, αυτοί οι Τούρκοι βλέπουν με απογοήτευση την κατάντια του τουρκικού «οικονομικού θαύματος». Η λίρα έχασε τα τελευταία πέντε χρόνια 80% έναντι του δολαρίου, ενώ τον περασμένο μήνα το απόθεμα σε ξένο συνάλλαγμα ήταν –67 δισεκατομμύρια δολάρια και ο πληθωρισμός τον Μάρτιο έφθασε το 50,6%. «Έχουμε καινούργιο αεροδρόμιο (στην Κωνσταντινούπολη), αλλά στην Τουρκία δεν μπορούμε να αγοράσουμε ψωμί», διαμαρτύρεται ένας από τους νέους που συνωστίστηκαν στην ουρά για να ψηφίσουν. Η Τουρκία ωστόσο παραμένει μια από τις 20 ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου.
Τεράστιο ενδιαφέρον
Γερμανικά ΜΜΕ αφιέρωσαν τους τελευταίους μήνες εκατομμύρια λέξεις στις αναλύσεις των πιθανοτήτων, των κινδύνων, των προοπτικών. Είναι σαφές ότι αποδίδουν εξαιρετική σημασία στο αυριανό αποτέλεσμα. Τόση, ώστε μερικές φορές δεν τηρούν καν τα προσχήματα: Οι Πράσινοι της Γερμανίας, προχωρώντας σε μάλλον ασυνήθιστη ανάμιξη στα εσωτερικά ξένης χώρας, ζήτησαν ευθέως από όσους έχουν δικαίωμα ψήφου «να στηρίξουν τη δημοκρατική διαδικασία αλλαγής», έκαναν λόγο για «πραγματική επιστροφή στη δημοκρατία και στο κράτος δικαίου, έπειτα από χρόνια αυταρχικής διακυβέρνησης» και προειδοποίησαν ότι «για να ξεπαγώσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας με την ΕΕ, θα πρέπει η Άγκυρα να κάνει στροφή στη δημοκρατία».
Αν η αυριανή ημέρα είναι κρίσιμη, η... μεθαυριανή είναι αληθινός γρίφος. Στο χειρότερο σενάριο, ένα ασαφές αποτέλεσμα το οποίο δεν θα αναγνωριστεί από τη σημερινή ηγεσία, δεν αποκλείεται να σπρώξει τη χώρα σε ακόμη μεγαλύτερη αστάθεια και αβεβαιότητα, γράφει σε ανάλυσή του το περιοδικό Economist. Ακόμη όμως και αν υπάρξει φυσιολογική εναλλαγή, ουδείς είναι σε θέση να προβλέψει τι θα αλλάξει στην εξωτερική πολιτική και στις σχέσεις της Τουρκίας με τους εταίρους της. «Δεν είναι μυστικό ότι οι δυτικές κυβερνήσεις και οι παρατηρητές ελπίζουν σε αλλαγή ηγεσίας στην Άγκυρα προκειμένου να σταθεροποιήσουν, αν όχι να ανοικοδομήσουν τους δεσμούς με έναν σημαντικό αλλά δύσκολο εταίρο», επισήμανε στη Handelsblatt ο αντιπρόεδρος του German Marshall Fund Ίαν Λέσερ.
Σημαντικός αλλά δύσκολος εταίρος
Σε αυτό συμφωνούν όλοι: η Τουρκία είναι σημαντικός, αλλά δύσκολος εταίρος. Ισχυρός παράγων της διεθνούς κοινότητας ως μέλος του ΝΑΤΟ και της G20 κι ως σταυροδρόμι μεταξύ Ασίας και Ευρώπης – πολιτικά και εμπορικά.
Επιπλέον –και αυτό ενδιαφέρει ιδιαίτερα τη Γερμανία–, η Τουρκία φιλοξενεί στο έδαφός της 4 εκατομμύρια πρόσφυγες. Για αυτό οι εξελίξεις στην ηγεσία της ενδιαφέρουν τόσο πολύ.
Αναλυτές εκτιμούν ότι ενδεχόμενη νίκη του θα εκλαμβανόταν από τον σημερινό πρόεδρο ως «λευκή επιταγή» προκειμένου η χώρα να μετατραπεί σε κανονική δικτατορία, ο ίδιος να αναγορευτεί σε ισόβιο ηγέτη και να καταργηθούν οι εκλογές.
Άλλοι πιστεύουν ότι στην τελευταία του θητεία ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα είναι μετριοπαθέστερος, προκειμένου να εξασφαλίσει την υστεροφημία του.
Και σε περίπτωση ήττας;
«Δεν είναι σαφές ότι ο Ερντογάν θα δεχτεί ότι ηττήθηκε – ή θα αποπειραθεί να μιμηθεί τον Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές (στις ΗΠΑ) του 2021 και να ξεσηκώσει τους υποστηρικτές του», γράφει το περιοδικό Der Spiegel. Ο υπουργός Εσωτερικών του έχει ήδη προετοιμάσει το έδαφος, λέγοντας ότι η Δύση μπορεί να μετατρέψει τις εκλογές σε «πολιτική απόπειρα πραξικοπήματος».
Από την άλλη πλευρά, ενδεχόμενη νίκη του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, παρ’ όλες τις εξαγγελίες για «επιστροφή της δημοκρατίας», δεν θεωρείται δεδομένο ότι θα οδηγούσε σε μεγάλες αλλαγές στις εξωτερικές σχέσεις.
Μπορεί να ξεμπλοκάρει η ένταξη της Σουηδίας στο NATO, αλλά ο ίδιος ο επικεφαλής της αντιπολίτευσης έχει δηλώσει ότι επιθυμεί να διατηρήσει τη σχέση με τη Ρωσία, παρά την εισβολή στην Ουκρανία, ενώ απείλησε την ΕΕ με ακύρωση της συμφωνίας για τους πρόσφυγες. «Εάν η ΕΕ δεν προσφέρει τα κονδύλια που πρέπει, δεν θα κρατήσω τους Σύρους στην Τουρκία. Συγγνώμη, θα ανοίξω τις πόρτες. Θα μπορούν να πάνε όπου θέλουν», δήλωνε πρόσφατα στο πρώτο κανάλι της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD.
Τους ίδιους τους Τούρκους τους απασχολεί κυρίως η οικονομία και η διαχείριση των συνεπειών των φονικών σεισμών του Φεβρουαρίου, όταν κάπου 50.ο00 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και 2 εκατομμύρια έμειναν άστεγοι, ενώ τα θέματα κράτους δικαίου και ατομικών ελευθεριών ανεβαίνουν όλο και περισσότερο στις προτεραιότητες των Τούρκων, κυρίως των νέων, οι οποίοι απομακρύνονται ολοένα περισσότερο από το ισλαμικό-συντηρητικό-πατριωτικό μοντέλο του Ερντογάν. Είναι ενδεικτικό ότι το 2008 το 55% περιέγραφε τον εαυτό του ως «θρησκευόμενο», αλλά δέκα χρόνια αργότερα το ποσοστό είχε περιοριστεί στο 51%.
Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, μόνο το 18% των νέων 18-25 ετών ανέφερε ότι σκόπευε να ψηφίσει το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ερντογάν. Είναι προφανές ότι κάτω από τη μύτη του σημερινού προέδρου, ο οποίος επηρέασε την Τουρκία όσο κανείς άλλος μετά τον Μουσταφά Κεμάλ, στη χώρα συντελείται μεγάλη πολιτισμική μετάβαση και το χάσμα των γενεών είναι μόνο ένα της χαρακτηριστικό.
Η αποστροφή του σημερινού προέδρου για τους κεμαλιστές και την «επιστροφή της αξιοπρέπειας» της μεσαίας θρησκευόμενης τάξης που υποσχέθηκε και εν πολλοίς πέτυχε, δεν είναι πια όσο ισχυρή έμοιαζε τα προηγούμενα χρόνια.
Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι τουλάχιστον το ένα τρίτο του τουρκικού εκλογικού σώματος ψηφίζει Ερντογάν με κλειστά τα μάτια. Είναι αυτοί που θεωρούν ότι έκανε την Τουρκία υπολογίσιμη δύναμη και ότι ο ίδιος μπορεί να μιλά ως ίσος προς ίσον με ηγέτες όπως ο Βλαντίμιρ Πούτιν, να πουλά drones σε όλον τον κόσμο, να κατασκευάζει αεροπλανοφόρα, να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο σε τουλάχιστον τρεις κρίσεις – στην Ουκρανία, στη Συρία, στη Σομαλία. Όσο για την πτώση του βιοτικού τους επιπέδου, δεν ευθύνεται φυσικά το ΑΚΡ, αλλά οι εχθροί του έθνους: οι Κούρδοι, οι Γκιουλενιστές...
Η διεθνής κοινότητα θα έχει λοιπόν αύριο το βλέμμα στραμμένο στην Τουρκία όσο ποτέ πριν. Και το πρώτο στοίχημα θα αφορά τη διεξαγωγή πραγματικά ελεύθερων και δημοκρατικών εκλογών, κάτι που αρκετοί αναλυτές δεν θεωρούν ακριβώς δεδομένο.
Από εκεί και πέρα, το μείζον ερώτημα είναι αν η Τουρκία θα συνεχίσει τη σταθερή τα τελευταία χρόνια μετεξέλιξή της σε απολυταρχία που λοξοκοιτάζει προς την Ανατολή, ή εάν θα επιχειρήσει την στροφή που της ζητά η Δύση.