«Η εποχή απαιτεί περιφερειακές συνεργασίες και η Ελλάδα αυτή τη δεδομένη στιγμή έχει και την ηγετική θέση να μπορέσει να επιβάλλει μία τέτοιου τύπου συνεργασία επ’ ωφελεία της», ανέφερε ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, κατά τη διάρκεια της συνάντησης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) «Athens Security Forum 2025».
Όπως σημείωσε, η Ελλάδα, δια του Πρωθυπουργού, έθεσε την πρόταση για μία μεγάλη περιφερειακή συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία περιλαμβάνει τις χώρες με τις οποίες η χώρα έχει θαλάσσια σύνορα. Έχει πολύ συγκεκριμένη ατζέντα και θεματολογία (πολιτική προστασία, προστασία θαλάσσιου περιβάλλοντος, μετανάστευση), αλλά και δύσκολα θέματα όπως συνδεσιμότητα και οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών.
Επεσήμανε πως δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί, λόγω ζητημάτων όπως η θέση της Τουρκίας σε σχέση με την Κύπρο ή η κατάσταση στη Λιβύη. Όμως, πρόσθεσε «θεωρούμε ότι τα προβλήματα δεν είναι αξεπέραστα, είναι η ώρα της ευθύνης για όλους. Θα διερευνήσουμε τη δυνατότητα συγκρότησης αυτής της περιφερειακής συνεργασίας.
Η προϋπόθεση είναι μία: καθολικός σεβασμός του διεθνούς δικαίου, της κυριαρχίας των κρατών και του ευρωπαϊκού κεκτημένου, διότι δύο χώρες είναι μέλη της ΕΕ και μία χώρα είναι σε προενταξιακή διαδικασία».
Σημείωσε πως η Ελλάδα καλεί τους γείτονές της για «να βρεθεί μια λειτουργική σχέση» όπου θα συζητούνται και θα επιλύονται κοινές προκλήσεις, διότι οι μονομερείς ενέργειες δεν αρκούν.
«Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή έχει και τα μέσα και τη διάθεση να αναλάβει ρόλο επισπεύδοντα στην Ανατολική Μεσόγειο και νομίζω ότι θα είναι επ’ ωφελεία της», τόνισε χαρακτηριστικά.
Επεσήμανε δε πως η περιφερειακή συνεργασία δεν αναιρεί τον διμερή διάλογο: τα διμερή ζητήματα συνεχίζουν να αποτελούν αντικείμενο διμερών επαφών.
«Με την Τουρκία, τα τελευταία δυόμισι χρόνια έχει υπάρξει δομημένος διάλογος, ο οποίος δεν έχει παραγάγει προς ώρας αποτέλεσμα για τη μεγάλη υποκείμενη διαφορά (οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ)», σημείωσε και πρόσθεσε:
«Έχουμε φτάσει σε πολύ υψηλό επίπεδο σε ζητήματα χαμηλότερης πολιτικής αλλά και πολιτικής μεταξύ των ανθρώπων. […] Ελπίζουμε έως το τέλος του έτους να ολοκληρώσουμε τις επαφές μας ώστε να διερευνήσουμε αν υπάρχει διάθεση να προχωρήσουμε σε αυτό το σχήμα· τότε θα δρομολογηθούν τα επόμενα βήματα, ενδεχομένως με υπογραφή συνυποσχετικού ή συνάντηση σε επίπεδο ΥΠΕΞ ή τεχνικών κλιμακίων».
«Είναι η στιγμή της ευθύνης για όλους. Δυστυχώς ακούω εύπεπτες προτάσεις και αφορισμούς για την ελληνική εξωτερική πολιτική, εύκολες λύσεις για σύνθετα ζητήματα», υπογράμμισε. «Είναι σημαντικό να έχουμε κατανόηση βάθους για τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Αυτό που συνέβη με την ενεργειακή συνεργασία Ελλάδας–ΗΠΑ δεν ήταν τυχαίο».
Ο ΥΠΕΞ επεσήμανε πως «η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει φτάσει σε επίπεδο διεθνούς αυτάρκειας και αυτοπεποίθησης που δεν χρειάζεται να ετεροπροσδιορίζεται» και πρόσθεσε: «Η Ελλάδα δεν χρειάζεται να λειτουργεί διπλωματικά με το ένα μάτι στην Τουρκία. Από την άλλη, δεν θεωρώ ότι υπάρχει ύφεση ή ότι κερδίζουμε χρόνο».
Υπενθύμισε ότι την τελευταία διετία ο διπλωματικός χρόνος ήταν ιδιαίτερα πυκνός και έχουν περάσει μόλις δύο χρόνια από τη Διακήρυξη των Αθηνών για σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας.
«Σε δύο χρόνια έχουν γίνει πολλά: ενίσχυση διμερούς εμπορίου, πρόληψη μεταναστευτικών ροών, συντονισμός στην πολιτική προστασία, περιορισμός παραβιάσεων του ελληνικού εναέριου χώρου που δίνει ανάσα στην ΠΑ, και κυρίως πρόληψη κρίσεων».
«Προφανώς δεν έχουμε μπει ακόμη στο μεγάλο μας αγκάθι – την οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας –, αλλά είναι μόνο δύο χρόνια. Υπάρχει δυνατότητα να βρεθεί τρόπος να συζητηθούν αυτά τα ζητήματα, διότι η έλλειψη οριοθέτησης σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο αναπαράγει εντάσεις», επεσήμανε.
Σημείωσε δε πως η Ελλάδα τη διετία αυτή έβαλε στο τραπέζι «εκείνα που κάποιοι έλεγαν ότι φοβόμαστε: Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός, Θαλάσσια Πάρκα, Chevron, Exxon, και πλήρης αυτοπεποίθηση. Και με αυτή την αυτοπεποίθηση θα πορευθούμε. Θέλουμε ειρήνη και ευημερία, συνεργασία με όλους τους γείτονες, χωρίς εκπτώσεις στις εθνικές κόκκινες γραμμές. Κανένας ΥΠΕΞ δεν θα το έκανε, ούτε θα το πράξω εγώ».
Αναφερόμενος στη διεθνή σκηνή, ο κ. Γεραπετρίτης επεσήμανε πως είναι η πιο σύνθετη και δύσκολη στιγμή να είσαι ΥΠΕΞ στην Ευρώπη και στον κόσμο, καθώς την τελευταία τριετία έχει αλλάξει η μορφολογία των διπλωματικών σχέσεων.
«Πλέον έχει καταργηθεί η βεβαιότητα της ύπαρξης τοπικών κρίσεων· οτιδήποτε συμβαίνει έχει υπερτοπικό χαρακτήρα (κλιματική, επισιτιστική, μεταναστευτική, υγειονομική κρίση)». Επίσης, «βρισκόμαστε σε σημείο της ιστορίας με τον μεγαλύτερο αριθμό ένοπλων συρράξεων — πάνω από 60».
«Οι διεθνείς οργανισμοί υποχωρούν σε πραγματική παρεμβατικότητα και δημιουργείται χώρος για ισχυρά κράτη ή συμμαχίες. Μετατοπίζεται και το ισοζύγιο ευθύνης και εγγυήσεων ασφαλείας: ο ρόλος των ΗΠΑ στην ασφάλεια της Ευρώπης αλλάζει, ενώ αναδυόμενες δυνάμεις όπως η Ινδία αναλαμβάνουν ρόλο στον παγκόσμιο Νότο».
«Η σκληρή ισχύς έχει πρωτοκαθεδρία· όλες οι χώρες εξοπλίζονται για αποτροπή και προβολή ισχύος, ενώ η κλασική διπλωματία περνά στο περιθώριο. Ανάμεσα στη σκληρή και την ήπια ισχύ αναδύεται η «έξυπνη ισχύς» — ένα υβριδικό σχήμα άμυνας, αποτροπής και επιβολής αξιών».
«Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ενέργεια. Το μάθημα από τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι ότι δεν πρέπει να δημιουργούνται υπερεξαρτήσεις σε κρίσιμες υποδομές. Η ενέργεια είναι ταυτοχρόνως ήπια και σκληρή ισχύς, δηλαδή έξυπνη ισχύς. Αυτό είναι το μήνυμα που εξέπεμψε και η ελληνική διπλωματία με τις πρόσφατες συμφωνίες: κάθετος διάδρομος, εξορύξεις φυσικού αερίου, συνεργασίες που καθιστούν την Ελλάδα όχι απλώς κόμβο αλλά και εξαγωγικό φορέα αυτάρκειας άλλων χωρών».
Σημείωσε πως η αντίληψη στην Ελλάδα ήταν ότι «πατούμε σε δύο πόδια» — Ανατολή και Δύση. Η ένταξη στην ΕΕ καθόρισε πορεία και συνείδηση. «Η εσωτερική ασφάλεια δεν είναι ζήτημα για αφέλεια· πρέπει να στηριζόμαστε στη Δύση, στην Ευρώπη, στη διατλαντική συνεργασία».
«Υπήρχε επιφύλαξη λόγω του αμερικανικού παράγοντα και της δικτατορίας, αλλά τα γεωπολιτικά έχουν διαφοροποιηθεί: η πλήρης ένταξη της Ελλάδας στη Δύση είναι όρος ασφάλειας. Η Ελλάδα, λόγω γεωγραφίας, έκανε μεγάλες επενδύσεις στην άμυνα (σκληρή ισχύ)».
«Καθυστερημένα καταλάβαμε ότι η σκληρή ισχύς δεν είναι η μόνη ούτε πάντα η καθοριστική. Σήμερα αντιλαμβανόμαστε τη σημασία του ανήκειν σε διεθνή κοινότητα. Η Ελλάδα βρίσκεται στο υψηλότερο διπλωματικό επίπεδο: σκληρός πυρήνας της ΕΕ, ΝΑΤΟ, αιρετό μέλος ΣΑ/ΟΗΕ. Έχει εδραιωμένες συμμαχίες (Ισραήλ, Σαουδική Αραβία, χώρες Κόλπου, Ινδία) και η σχέση με τις ΗΠΑ είναι στο βέλτιστο επίπεδο».