«Όταν μόνο χθες είχαμε 71 νεκρούς το να συζητούμε αν πρέπει να επιβάλουμε περιορισμό στην κίνηση για την πορεία που εξ ορισμού έχει ένα συγχρωτισμό, είναι αδιανόητο». Το μήνυμα αυτό έστειλε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, με την ταυτόχρονη επισήμανση -μέσω της ραδιοφωνικής συχνότητας του Σκάι- ότι ο νόμος θα επιβληθεί και δεν θα γίνει πορεία.
Ξεκινώντας από το θέμα της απαγόρευσης συναθροίσεων, υπάρχουν δύο διαστάσεις, η νομική και η κοινωνικο-πολιτική, διευκρίνισε εισαγωγικά ο υπουργός Επικρατείας. Στην πρώτη, «ήδη οι καθηγητές Αλιβιζάτος, Μανιτάκης, Βενιζέλος κ.α. έχουν τοποθετηθεί πάρα πολύ σαφώς, κατά την άποψή μου δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφισβήτηση. Το Σύνταγμα επιτρέπει τον περιορισμό του δικαιώματος των συναθροίσεων για λόγους δημόσιας ασφάλειας, και προφανώς, δημόσιας υγείας. Εάν θεωρούσαμε ότι η δημόσια υγεία δεν αποτελεί υπέρτερο σκοπό δημόσιου συμφέροντος, είναι προφανές ότι όλα τα μέτρα περιορισμού της κίνησης, που, κατά την άποψή μου, είναι πολύ αυστηρότερα, θα έπρεπε να κριθούν κατά μείζονα λόγο αντισυνταγματικά. Δεν είναι δυνατόν να ζητούμε από τους πολίτες να περιορίσουν καθ’ ολοκληρίαν την κίνησή τους κι από την άλλη πλευρά να συζητούμε έστω, εάν είναι συνταγματικό το να περιοριστεί μία πορεία, δηλαδή κινητή συνάθροιση για 3-4 ημέρες. Υπάρχει πλήρης αναλογικότητα, δεν τίθεται κανένα ζήτημα αντισυνταγματικότητας», επεσήμανε ο Γιώργος Γεραπετρίτης και με την ιδιότητα, προφανώς, του καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου.
Ωστόσο, συνέχισε, «κατά την άποψή μου το μείζον είναι το κοινωνικο-πολιτικό. Και τούτο γιατί βρισκόμαστε σε μια πολύ δύσκολη στιγμή. Δεν μιλώ για σύμπνοια ή συνέργεια του πολιτικού συστήματος, μιλώ για στοιχειώδη ευθύνη του πολιτικού συστήματος και η άρνηση, η οποία υποδεικνύεται από ένα συγκεκριμένο υποσύνολο του πολιτικού συστήματος στο να συνταχθεί με το αυτονόητο, δηλαδή στο να μετριάσουμε στο απολύτως στοιχειώδες τον σημαντικό για τη Δημοκρατία εορτασμό της 17ης Νοεμβρίου, όπως συνέβη με όλες τις επετείους το τελευταίο 8μηνο», ανέφερε ο υπουργός Επικρατείας κάνοντας επιπλέον λόγο για «προσβολή στη μνήμη των νεκρών» και «προσβολή της κοινής λογικής».
Με έμφαση δε, σημείωσε ότι «όλη αυτή η συζήτηση είναι πολύ έξω από την κοινωνία. Όταν μόνο χθες είχαμε 71 νεκρούς το να συζητούμε αν πρέπει να επιβάλουμε περιορισμό στην κίνηση για την πορεία που εξ ορισμού έχει ένα συγχρωτισμό, είναι αδιανόητο. Πολύ περισσότερο όμως είναι το τελείως λάθος μήνυμα το οποίο δίνουμε προς την ελληνική κοινωνία, όταν με τον τρόπο αυτό ερχόμαστε και λέμε ότι υπάρχουν πολίτες που είναι πέρα και πάνω από τους …κοινούς πολίτες, αξίες που είναι πέρα και πάνω από τη δημόσια υγεία, (και η συγκεκριμένη επέτειος) πέρα και πάνω από άλλες, εξίσου σημαντικές για τη χώρα μας, επετείους».
Στην κριτική γιατί η κυβέρνηση δεν επεδίωξε να συνεννοηθεί με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, απάντησε ότι «τόσο ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, ο κ. Χρυσοχοΐδης, όσο κι εγώ προσωπικά μίλησα με εκπροσώπους όλων των κομμάτων, είχαμε ενημερώσει σχετικά με τη διάθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει στην αυτονόητη αυτή επιλογή για τον περιορισμό της κίνησης αυτής τις μέρες αυτές και άρα υπήρξε πλήρης και απόλυτη ενημέρωση. Ο εορτασμός θα τιμηθεί με τον προσήκοντα τρόπο και με το προσήκον μέτρο», τόνισε προσθέτοντας ότι η πολιτειακή και πολιτική ηγεσία θα καταθέσουν στεφάνι στο χώρο του Πολυτεχνείου.
Απαντώντας δε, στο ερώτημα, τι θα συμβεί, αν κάποιοι επιχειρήσουν να κάνουν πορεία, ο υπουργός Επικρατείας ήταν σαφής: «Υπάρχει ο νόμος, ο οποίος θα επιβληθεί. Ο νόμος είναι για όλους τους πολίτες, δεν διακρίνει. Δεν θα υπάρξει δυνατότητα να έχουμε παραχωρήσεις σε σχέση με τα προβλεπόμενα στο νόμο. Δεν θα υπάρξει πορεία», διεμήνυσε.
Στα της πανδημίας αφού υπογράμμισε ότι «δεν είμασταν εξαιρετικά σύννομοι στο κομμάτι των κανόνων κατά τη δεύτερη φάση της πανδημίας», δήλωσε: «Αυτή τη στιγμή δυστυχώς το επίπεδο της κινητικότητας δεν είναι στο επίπεδο που θα θέλαμε. Υπάρχει μια μεγαλύτερη του αναμενομένου κινητικότητα, ίσως ο κόσμος, η κοινωνία έχει κουραστεί από τη μακρά περίοδο περιορισμών. Για να έχουμε το ισοδύναμο αποτέλεσμα στον περιορισμό της κινητικότητας που είχαμε στην πρώτη φάση της πανδημίας πρέπει να παίρνουμε τα διπλάσια μέτρα (…) Υπάρχει πολύ μεγαλύτερος εφησυχασμός, μεγαλύτερη δυστοκία στο να μπορέσουμε να συμμορφωθούμε».
Στο δυνητικό, τέλος, ερώτημα αν θα μπορούσε να επιβληθεί η καθολική απαγόρευση ένα μήνα πριν, υποστήριξε ότι «το αποτέλεσμα θα ήταν αβέβαιο» επικαλούμενος το παράδειγμα της Αυστραλίας, ενώ «θα είχαμε δημιουργήσει στη χώρα οικονομική ασφυξία». Τονίζοντας, εν κατακλείδι, ότι δεν υπάρχει κανένας ασθενής, ο οποίος να χρειάστηκε ΜΕΘ και να μην είχε, ενώ ταυτόχρονα «διατηρήσαμε “ζωντανή”, όσο μπορούμε την οικονομία και την κοινωνία».