Η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να προωθήσει τη θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου για τα ομόφυλα ζευγάρια είναι ιστορική αφού αποδεικνύει στην πράξη τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει η κυβέρνηση θέματα δικαιωμάτων και κυρίως προστασίας των παιδιών. Στο πλαίσιο αυτό τα μηνύματα που έστειλε ο ίδιος από το βήμα της Βουλής ήταν σημαντικά και είχαν πολλούς αποδέκτες.
Αφενός ο πρωθυπουργός απευθύνθηκε στους βουλευτές του κόμματος. Κυρίως όλους όσοι φέρονται διατεθειμένοι να καταψηφίσουν ή να απέχουν. Και επικαλέστηκε ακριβώς την ιδρυτική διακήρυξη της Νέας Δημοκρατίας, αυτήν του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που συμπεριλαμβάνει την ουσία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, την ουσία των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
«Κλείνω, λοιπόν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, επικαλούμενος πρώτα –και σε όσους ανησυχούν από τον δικό μας χώρο για τον πυρήνα της ιδεολογίας μας, να τους θυμίσω, να μας θυμίσω– τι έλεγε η δική μας η ιδρυτική διακήρυξη που γράφτηκε πριν από 50 χρόνια: “Να θεωρεί πάντα όλους τους πολίτες όχι μόνο ίσους απέναντι των νόμων αλλά και με ίσα δικαιώματα. Να συντηρεί από την παράδοση” –έλεγε η δική μας ιδρυτική διακήρυξη– “μόνο όσα ο χρόνος απέδειξε χρήσιμα”. Και, τέλος, “να προχωρά με τολμηρά και ασφαλή βήματα στις νέες και διαρκώς εξελισσόμενες συνθήκες”».
Για να προσθέσει ότι «σ’ αυτήν την κατεύθυνση θεωρώ, κυρίες και κύριοι, ότι μπορούμε να συναντηθούμε όλες οι δυνάμεις του δημοκρατικού εκσυγχρονισμού και του ευρωπαϊκού προσανατολισμού. Με την τελική ψήφο μας να δίνει και το μέτρο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, εντάσσοντας τον καθέναν μας στο μέτωπο του χθες ή του αύριο και αποδεικνύοντας αν πραγματικά σε αυτήν την αίθουσα θέλουμε να εκπροσωπούμε όλες τις Ελληνίδες και όλους τους Έλληνες».
Και να καταλήξει σημειώνοντας ότι «από την άποψη αυτήν η στάση μας, η στάση της καθεμιάς και του καθενός ξεχωριστά, αποκτά ένα βάρος ιστορικό. Γι’ αυτό σας καλώ να τη μετατρέψουμε σε ένα μήνυμα αλήθειας και κατανόησης, στη θέση των μύθων και της παρανόησης, λέγοντας ναι στη δικαιοσύνη, ναι στην ισοτιμία, όχι στη μισαλλοδοξία, επιλέγοντας τον αρμονικό συγκερασμό από τον άγονο διαχωρισμό και τελικά τη δημιουργική ενότητα από την κάθε είδους τοξικότητα».
Μήνυμα έστειλε όμως ο Κυριάκος Μητσοτάκης και στην Εκκλησία αναφέροντας πως «ο νόμος τον οποίο παρουσιάζουμε και προτείνουμε στην Εθνική Αντιπροσωπεία εξισώνει τους πολίτες απέναντι στον πολιτικό γάμο. Επαναλαμβάνω: απέναντι στον πολιτικό γάμο. Διότι ο θρησκευτικός γάμος αποτελεί θρησκευτικό μυστήριο και αποκλειστική υπόθεση της Εκκλησίας, τις θέσεις της οποίας η πολιτεία ασφαλώς και σέβεται, με βάση όμως πάντα τους διακριτούς ρόλους των δύο θεσμών».
Και αμέσως μετά υπογράμμισε: «Το κράτος οφείλει να προχωρεί και στις δικές του ενέργειες με πυξίδα την ισότητα απέναντι στον νόμο. Ορκιστήκαμε στο σύνταγμα να υπηρετούμε το γενικό καλό του ελληνικού λαού. Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ. Ή, για να το πω λαϊκά: ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς».
Σε ό,τι αφορά τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ήταν επίσης σαφής αναφορικά με τα μικροπολιτικά παιχνίδια που έχουν στόχο την ίδια τη χώρα με αναφορές για το κράτος δικαίου και τα δικαιώματα, αλλά και την προσπάθεια να εμφανίσουν διχασμένοι την κυβερνώσα παράταξη για ένα ζήτημα που αφορά αυτό ακριβώς: τα δικαιώματα των πολιτών, κυρίως των παιδιών, που πηγάζουν από την ισονομία και την ελευθερία.
Η αντιπολίτευση επιχείρησε να εγείρει θέμα χωρίς να μιλήσει φυσικά για απώλεια δεδηλωμένης, αφού κάτι τέτοιο δεν δύναται να ισχύσει, πολύ περισσότερο τη στιγμή κατά την οποία το νομοσχέδιο ψηφίζεται από μεγάλη πλειοψηφία.
Αρνείται επίσης να δεχθεί ότι πρόκειται για μια ιστορική κίνηση από την πλευρά της κυβερνώσας παράταξης. Και αυτό διότι χαλάει το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ περί κράτους δικαίου και κατάλυσης της Δημοκρατίας. Αυτό που στήθηκε με τη βοήθεια των πολιτικών αντίπαλων, της Ν.Δ. και του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, ευρωομάδων.
Το θέμα υπερβαίνει κόμματα. Υπερβαίνει λογικές και σκοπιμότητες. Και ναι μεν υπάρχουν προσωπικές απόψεις, ιδεολογικά προσκόμματα και άλλες σκέψεις για τους βουλευτές, εν τούτοις όπως και ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε «η λύση, λοιπόν, δεν βρίσκεται στην τυφλή άρνηση καταστάσεων και πραγματικότητας που ήδη υπάρχει, όσο στην άρση των αρνητικών επιπτώσεων που τη συνοδεύουν. Διαφορετικά, το μόνο το οποίο θα κάναμε είναι να διαμορφώσουμε μια πραγματικότητα στην οποία θα υπήρχαν πολίτες διαφορετικών ταχυτήτων, διαιωνίζοντας ένα στίγμα το οποίο δεν ταιριάζει ούτε στη δημοκρατία μας, ούτε στον πολιτισμό μας. Γι’ αυτό και οι μεταρρυθμίσεις στον άδικο διαχωρισμό αντιτάσσουν τελικά πάντα τον δίκαιο εκσυγχρονισμό».