Η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να προχωρήσει στην κατάθεση στη Βουλή και ψήφιση του νομοσχεδίου για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, αλλά και το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός επέλεξε να βγει ο ίδιος μπροστά και να εξηγήσει στην κοινωνία το σκεπτικό της απόφασής του επιβεβαιώνουν για μία ακόμη φορά τη βούλησή του να προχωρήσει σε τολμηρές μεταρρυθμίσεις και ν’ αγνοήσει αφενός το πολιτικό κόστος. Αφετέρου τις αντιδράσεις στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, καθώς ο σημαντικός αριθμός βουλευτών ή ακόμη και κυβερνητικών στελεχών που εγείρει ενστάσεις σε σχέση με τη ρύθμιση, υπό άλλες συνθήκες και σε άλλες εποχές, θα είχε προκαλέσει σοβαρότατο πρόβλημα ακόμη και στην επιβίωση και όχι απλώς στη συνοχή της κυβέρνησης.

Γράφει η Έρση Παπαδάκη

Ο κ. Μητσοτάκης φρόντισε ωστόσο να βάλει τα όριά του, από την πρώτη στιγμή, απέναντι σε όλους: την κοινωνία, την παράταξή του και την Εκκλησία. Για την τελευταία, επισήμανε πως σέβεται την άποψή της, αλλά δεν είναι εκείνη που νομοθετεί. Για την κοινωνία, ο πρωθυπουργός έθεσε ευθέως το δίλημμα εάν μπορεί και η ίδια ν’ αντιμετωπίζει τα ομόφυλα ζευγάρια ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Και για την παράταξή του υπογράμμισε πως οι τολμηρές μεταρρυθμίσεις που αφορούν τα κοινωνικά δικαιώματα και την ισότητα του συνόλου των πολιτών δεν μπορούν πλέον ν’ αποτελούν αποκλειστικό προνόμιο της Κεντροαριστεράς από τη στιγμή που η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην πρόοδο και τη συντήρηση έχει προ πολλού ξεπεράσει τον παραδοσιακό πολιτικό διαχωρισμό ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά. Ουδείς θα πρέπει άλλωστε να λησμονεί ότι το νομοσχέδιο που έφερε η τάχα προοδευτική διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και τα δικαιώματά τους υπήρξε άτολμο και εν τέλει... λειψό.

Υποκριτικές κορόνες

Την ίδια στιγμή, η ρύθμιση που προωθεί η κυβέρνηση διακρίνεται και από τα όρια που πρέπει να μπουν στο ζήτημα π.χ. της υιοθεσίας τέκνων ή της παρένθετης μητρότητας ή ακόμη και στην αναγνώριση μόνο του πολιτικού γάμου για τα ομόφυλα ζευγάρια. Τίποτα, δηλαδή, δεν είναι αυτονόητο και αυτό φρόντισε πάλι να ξεκαθαρίσει πρώτος ο ίδιος ο πρωθυπουργός, σπεύδοντας ν’ απαντήσει είτε στις εκ των έσω αντιδράσεις είτε στις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης, η οποία εντελώς πρόχειρα και καθαρά για λόγους εντυπώσεων έσπευσε να παρουσιάσει προτάσεις που δεν είχαν καν μελετηθεί και θα προκαλούσαν εύλογες αντιδράσεις και πρακτικά προβλήματα. Τούτο αφορά ασφαλώς την πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ για «τον γονέα 1 και τον γονέα 2» και άλλα τινά.

Υπό αυτό το πρίσμα, κορόνες που ακούγονται ακόμη και... εκ δεξιών της Νέας Δημοκρατίας ότι «διαλύει τον θεσμό της οικογένειας» μόνον υποκριτικές μπορούν να χαρακτηριστούν. Αλλωστε η δημιουργία του υπουργείου Οικογένειας και Κοινωνικής Συνοχής υπήρξε, μετά τις πρόσφατες εθνικές εκλογές, άλλη μία προσωπική πρωτοβουλία του κ. Μητσοτάκη, όπως και η δέσμη μέτρων στην οποία έχει προχωρήσει η κυβέρνηση ήδη από την πρώτη τετραετία της για την επίλυση του δημογραφικού ζητήματος και την ενίσχυση της οικογένειας. Σε ό,τι αφορά δε το ζήτημα της κομματικής πειθαρχίας στην επίμαχη ψηφοφορία, μάλλον ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το αλαλούμ που προέκυψε με δηλώσεις στελεχών του και του Στέφανου Κασσελάκη είναι εκείνος που θα πρέπει να ξεκαθαρίσει πρώτος τη στάση του...

Η περίπτωση Σαμαρά

Οσοι μιλούν επιτιμητικά για την κυβέρνηση και τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία του πρωθυπουργού φέρουν ως παράδειγμα τη στάση του Αντώνη Σαμαρά και τις αιχμηρές δηλώσεις του. Κυβερνητικές πηγές υπενθυμίζουν ωστόσο ότι ο πρώην πρωθυπουργός εκφράζει τις απόψεις του ως έχει δικαίωμα να κάνει και τίποτα παραπάνω. Με αυτήν την έννοια, ακόμη και η αποχή του από την ψηφοφορία δεν υπάρχει λόγος να θεωρηθεί ως εχθρική κίνηση απέναντι στην κυβέρνηση ή προσωπική αποδοκιμασία κατά του κ. Μητσοτάκη και των πρωτοβουλιών του και αντιθέτως θα μπορούσε να είναι μια διέξοδος ακριβώς για να φανεί ο ίδιος συνεπής με τις απόψεις του.

Αυτό φαίνεται άλλωστε να είναι και το μοναδικό που ισχύει στο κυβερνητικό στρατόπεδο, καθώς ο ισχυρισμός ότι ο κ. Μητσοτάκης ενθαρρύνει τους διαφωνούντες με το νομοσχέδιο «γαλάζιους» βουλευτές ν’ απέχουν από την ψηφοφορία και να περάσει εν τέλει με τις ψήφους της αντιπολίτευσης ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα. Αποτελεί δηλαδή μια υπεκφυγή της ίδιας της αντιπολίτευσης προκειμένου ν’ αποφύγει η ίδια να ξεκαθαρίσει τη στάση της με θαρραλέο τρόπο – είτε αυτό αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ είτε το ΠΑΣΟΚ είτε ακόμη και τα μικρότερα κόμματα, τα οποία για άλλη μια φορά με την αρνητική στάση τους αποδεικνύουν ότι οι έννοιες «προοδευτικός» και «συντηρητικός» δεν έχουν σχέση με τις πολιτικές πτέρυγες στο Κοινοβούλιο.