Η ρευστή πολιτική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Γαλλία τους τελευταίους μήνες και οι εύθραυστες ισορροπίες που διαμορφώθηκαν ύστερα από τις εκλογές του καλοκαιριού, αποτυπώνονται ξεκάθαρα στον προϋπολογισμό του 2025, ο οποίος παρουσιάστηκε από τη νέα κυβέρνηση του Μισέλ Μπαρνιέ. Ο Γάλλος πρωθυπουργός είχε ούτως ή άλλως μια εξαιρετικά δύσκολη αποστολή, ωστόσο οι αυξήσεις φόρων και οι περικοπές δαπανών, ύψους περίπου 60 δισ. ευρώ, που περιλαμβάνει το τελικό σχέδιο του προϋπολογισμού, δείχνουν ξεκάθαρα την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γαλλική οικονομία, με το δημοσιονομικό έλλειμμα να έχει εκτιναχθεί σε δυσθεώρητα ύψη.

Γράφει η Έρση Παπαδάκη

Αυτός είναι και ο λόγος άλλωστε για τον οποίο, εδώ και πολύ καιρό, η Γαλλία τελεί υπό πίεση των διεθνών χρηματαγορών και τους οικονομικών οίκων, οι οποίοι και προεκλογικά έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου και εξέφρασαν ζωηρές ανησυχίες για την πορεία μιας από τις ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα φορολογικά έσοδα φέτος ήταν κατώτερα των στόχων και οι δαπάνες αυξήθηκαν δυσανάλογα, με αποτέλεσμα αφενός να δικαιολογείται το υψηλό επίπεδο του δημοσιονομικού ελλείμματος, αφετέρου ν’ απαιτούνται δύσκολες αποφάσεις από την κυβέρνηση εν όψει του νέου προϋπολογισμού.

Το τελευταίο σημαίνει πρακτικά ότι η ψήφιση του προϋπολογισμού από τη γαλλική Εθνοσυνέλευση είναι μια εξαιρετικά δύσκολη πολιτική άσκηση για τον Μπαρνιέ και την κυβέρνησή του, δεδομένου ότι τυχόν αντιδράσεις της αντιπολίτευσης θα έχουν ως αποτέλεσμα την απόρριψή του ή ακόμη και την πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης από τη στιγμή που συγκεντρώνουν την απαραίτητη πλειοψηφία. Με άλλα λόγια, για ν’ αποφευχθεί ένα τέτοιο αδιέξοδο, ο Μπαρνιέ και, βέβαια, ο Εμανουέλ Μακρόν θα πρέπει να προχωρήσουν σε επώδυνους συμβιβασμούς, με τον χρόνο να μετρά αντίστροφα έως περίπου τα μέσα Δεκεμβρίου.

Ο διάβολος στις λεπτομέριες

Σύμφωνα με όσα είπε πρόσφατα ο Γάλλος πρωθυπουργός, ο προϋπολογισμός και οι αυξήσεις φόρων δεν πρόκειται να επιβαρύνουν τη μεσαία τάξη και τα κατώτερα στρώματα, αλλά θα εστιάσει στις μεγάλες εταιρείες και όσους έχουν πολύ υψηλά εισοδήματα – από 500.000 ευρώ ετησίως και άνω. Ωστόσο, επιμέρους μέτρα είναι ξεκάθαρο ότι θίγουν το σύνολο των φορολογουμένων, όπως, π.χ., η επαναφορά ειδικής εισφοράς για την ενέργεια στα επίπεδα πριν από την κρίση της περιόδου 2022-2023. Αντικειμενικός στόχος του οικονομικού επιτελείου είναι να συγκρατηθεί το έλλειμμα στο επίπεδο του 5%, από 6,1% που εκτιμάται φέτος, ωστόσο ακόμη κι έτσι είναι πάνω από το όριο του 3% που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας για τις χώρες της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Γαλλία ενδέχεται να μπει σε διαδικασία επιτήρησης από την Κομισιόν.

Είναι χαρακτηριστικό πάντως ότι το 1/3 της δημοσιονομικής προσαρμογής προέρχεται από τις αυξήσεις φόρων, οι οποίες θα φτάσουν τα 60 δισ. ευρώ, ενώ οι περικοπές δαπανών, συμπεριλαμβανομένων των συνταξιοδοτικών και εκείνων για την υγεία και την περίθαλψη, θα αγγίξουν τα 20 δισ. ευρώ και αφορούν όλα τα υπουργεία. Πρόκειται δηλαδή για προϋπολογισμό λιτότητας, όπως εγκαλεί η αντιπολίτευση την κυβέρνηση, ή για έναν προϋπολογισμό σωτηρίας, δεδομένου ότι οι βασικοί δείκτες της γαλλικής οικονομίας οδεύουν από το κακό στο χειρότερο και το κόστος δανεισμού έχει εκτιναχθεί στα ύψη;

Η απάντηση ίσως βρίσκεται στη μέση, ωστόσο ο πρόεδρος Μακρόν έχει μπροστά του μία ακόμη δύσκολη κατάσταση, στην οποία παρουσιάζεται ως ρυθμιστής το εθνικιστικό κόμμα της Μαρίν Λεπέν, από τις ψήφους του οποίου εξαρτάται άμεσα εάν θα κυρωθεί από την Εθνοσυνέλευση ο προϋπολογισμός ή αν η Γαλλία θα μπει σε νέο κύκλο πολιτικών –και δημοσιονομικών– περιπετειών.