Κύμα αγανάκτησης στους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους έχουν προκαλέσει στη Γαλλία οι νέες κλητεύσεις δημοσιογράφων να καταθέσουν στις μυστικές υπηρεσίες, ανεβάζοντας στους πέντε τους εκπροσώπους του Τύπου που έχουν κληθεί από τα μέσα Μαΐου να μιλήσουν για τις αποκαλύψεις που έκαναν στα ρεπορτάζ τους.
Οι δύο τελευταίοι: η γνωστή δημοσιογράφος της εφημερίδας Le Monde Αριάν Σεμέν, η οποία ερευνούσε τον πρώην συνεργάτη του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, τον Αλεξάντρ Μπεναλά που απολύθηκε για βιαιοπραγία σε βάρος διαδηλωτών, και ένας συνεργάτης του ιστότοπου Disclose, ο οποίος ασχολήθηκε με την εξαγωγή γαλλικών όπλων που χρησιμοποιήθηκαν στην Υεμένη. Για την υπόθεση αυτή έχουν κλητευθεί άλλοι τρεις δημοσιογράφοι τις τελευταίες ημέρες.
Η Αριάν Σεμέν, η οποία αποκάλυψε και παρακολούθησε από την αρχή την “υπόθεση Μπεναλά”, κλήθηκε να δώσει κατάθεση στις 29 Μαΐου στη Γενική Διεύθυνση Εσωτερικής Ασφάλειας (DGSI), όπως έγινε γνωστό από την εφημερίδα.
“Η έρευνα αυτή βάζει στο στόχαστρο τα άρθρα μας για τις υποθέσεις του Αλεξάντρ Μπεναλά, κυρίως τις πληροφορίες μας για το προφίλ ενός υπαξιωματικού της πολεμικής αεροπορίας, του Σοκρί Βακρίμ, του συντρόφου της πρώην επικεφαλής της ασφάλειας του Ματινιόν (σ.σ. πρωθυπουργικό μέγαρο), Μαρί-Ελοντί Πουατού”, εξηγεί ο διευθυντής σύνταξης Λικ Μπρονέρ στο κύριο άρθρο.
Ο Μπρονέρ υπενθύμισε ότι ο Σοκρί Βακρίμ είχε αναλάβει την ασφάλεια ενός Ρώσου επιχειρηματία, γεγονός που οδήγησε στην έναρξη έρευνας σε βάρος του με την κατηγορία της διαφθοράς.
Σύμφωνα με μια δικαστική πηγή, η Αριάν Σεμέν καλείται να καταθέσει στο πλαίσιο μιας έρευνας για “αποκάλυψη της ταυτότητας ενός μέλους των ειδικών δυνάμεων”. Καλά πληροφορημένες πηγές ανέφεραν ότι η έρευνα αυτή ξεκίνησε μετά τη μήνυση που κατέθεσε στα μέσα Απριλίου ο ίδιος ο Βακρίμ.
“Προφανώς, προστατεύουμε τις πηγές μας και εκφράζουμε την ανησυχία μας για αυτήν την κλήτευση: το δημόσιο συμφέρον προϋποθέτει ότι μπορείς να ερευνάς το περιβάλλον και τις διασυνδέσεις των συνεργατών του Μεγάρου των Ηλυσίων (σ.σ. της προεδρίας) ή του Ματινιόν, όποια και αν είναι η προηγούμενη διαδρομή τους”, συνέχισε ο Μπρονέρ.
Η εφημερίδα εκτιμά ότι η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαίτερα ανησυχητική επειδή είχαν προηγηθεί πρόσφατα οι κλητεύσεις και άλλων δημοσιογράφων. Στα μέσα Μαΐου, άλλοι τρεις δημοσιογράφοι, που ερευνούσαν τις εξαγωγές γαλλικών όπλων που χρησιμοποιήθηκαν στην Υεμένη –οι δύο ιδρυτές του Disclose και ένας δημοσιογράφος του Radio France– κλήθηκαν να καταθέσουν στις μυστικές υπηρεσίες. Και οι τρεις έκαναν λόγο για “απόπειρα εκφοβισμού” τους. Άλλος ένας συνεργάτης του Disclose πρόκειται να καταθέσει για την ίδια υπόθεση στις 28 Μαΐου. Ο ιστότοπος καταγγέλλει μια “νέα απόπειρα της εισαγγελίας του Παρισιού να παρακαμφθεί ο νόμος του 1881 για την ελευθερία του Τύπου και την προστασία των πηγών”.
“Ως μάρτυρας, ο δημοσιογράφος μας δεν θα μπορεί να συνοδεύεται από δικηγόρο. Δεν μπορεί επίσης να επικαλεστεί το δικαίωμά του να μη μιλήσει. Όμως ως δημοσιογράφος, μπορεί να επικαλεστεί το απόρρητο των πηγών του”, τόνισε.
Το συνδικάτο SNJ-CGT έκανε λόγο για “ένα νέο, ανυπόφορο πλήγμα” εναντίον της δημοσιογραφίας και της ελευθερίας στην ενημέρωση, ενώ το CFDT-Journalistes κατήγγειλε “μια διαδικασία, ο ανομολόγητος στόχος της οποίας είναι να φιμωθούν οι δημοσιογράφοι”. Πολλά κόμματα έχουν επίσης εκφράσει την έντονη ανησυχία τους για την εξέλιξη αυτή. Ο εκπρόσωπος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Μπορίς Βαλό είπε ότι “ανησυχεί πολύ για τον πολλαπλασιασμό αυτού του είδους των κλητεύσεων”, προσθέτοντας ότι η ελευθερία του Τύπου και το απόρρητο των δημοσιογραφικών πηγών είναι δύο ουσιαστικά στοιχεία για την αποκάλυψη διαφόρων υποθέσεων και σκανδάλων.
“Παρακολουθούμε μια άκρως ανησυχητική εκτροπή της δημοκρατίας μας”, σχολίασε ο Ιάν Μπροσάτ, υποψήφιος με το Κομμουνιστικό Κόμμα (PCF) στις ευρωεκλογές.
Η εκπρόσωπος της κυβέρνησης Σιμπέτ Ντιαγιέ υπερασπίστηκε από την πλευρά της την “αφοσίωση της κυβέρνησης στην ελευθερία του Τύπου”, όμως δεν θέλησε να σχολιάσει συγκεκριμένα την περίπτωση της Σεμέν, με το αιτιολογικό ότι η έρευνα είναι ακόμη σε εξέλιξη.