«Έχουμε να δείξουμε εκπληκτικά δείγματα γραφής», τόνισε ο ο υφυπουργός Εξωτερικών Κώστας Φραγκογιάννης μιλώντας στην εκπομπή της ΕΡΤ «Επίλογος», χθες το βράδυ, αναφερόμενος στη σύνοδο του ΟΗΕ, το COP28 για το κλίμα που διεξάγεται από σήμερα στο Ντουμπάι. «Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε μια ενεργειακή πύλη - όχι μόνον για τον εαυτό της, αλλά και για τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση», επισήμανε εξηγώντας ότι αυτό έγινε σε ανύποπτο χρόνο από το 2019 με την απολιγνητοποίηση, με αποτέλεσμα σήμερα η χώρα μας, ως κόμβος υποδοχής υγροποιημένου αερίου, και κόμβος υποδοχής φτηνότερης ηλεκτρικής ενέργειας από την Αίγυπτο μέσω Κύπρου, να δίνει τη δυνατότητα σε πολλές χώρες να αποδεσμευτούν από τους παραδοσιακούς προμηθευτές.
Ο κ. Φραγκογιάννης μίλησε επίσης για την «πολυδιάστατη οικονομική πολιτική σε ό,τι αφορά την προσέλκυση ξένων επενδύσεων». Αναφερόμενος στην θετική επενδυτική βαθμίδα πέντε οίκων αξιολόγησης επισήμανε τη σημασία που έχει η δημιουργία θετικού κλίματος ως προς την πεποίθηση της επενδυτικής κοινότητας ότι μπορούν να βρουν στην Ελλάδα έναν τόπο όπου μπορούν να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους: «πολιτική σταθερότητα, οικονομική ανάπτυξη, κίνητρα, το ανθρώπινο κεφάλαιο το οποίο υπάρχει στην Ελλάδα». Αλλά κυρίως «να υπάρχει ένας αξιόπιστος εταίρος, να υπάρχει κάποιος με τον οποίο να μιλάς κοινή γλώσσα».
«Περιμένουμε», πρόσθεσε, «μία σειρά από μεγάλες επενδύσεις από χώρες όπως η Ινδία- με την οποία έχουμε αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση και σχεδιάζουμε μία επιχειρηματική αποστολή- η Κορέα και η Ιαπωνία, αλλά υπάρχει και μία σειρά από στρατηγικές επενδύσεις, 24 τον αριθμό, της τάξεως των 4,5 δισ., που είναι υπό εξέταση ενώ έχουν εγκριθεί 40 από το 2019».
Ερωτηθείς σχετικά με το πως θα επηρεάσει την ελληνική οικονομία η πόλεμος στη Μέση Ανατολή αναφέρθηκε σε δύο τρόπους: «Από τη μια υπάρχει η αγωνία της έντασης, μήπως αυτό επεκταθεί, που προκαλεί μια διστακτικότητα και από την άλλη υπάρχει μια ευκαιρία για εταιρίες να εγκατασταθούν στη χώρα μας προκειμένου να δημιουργήσουν τις υποδομές τις οποίες θέλουν να δημιουργήσουν στην περιοχή μέσα από την Ελλάδα».
Ο κ. Φραγκογιάννης χαρακτήρισε τη σχέση της Ελλάδας σε ό,τι αφορά τη κατάσταση στη Μέση Ανατολή «πολύ ισορροπημένη». «Δηλαδή», εξήγησε, «από τη μια υπάρχει η υποστήριξη στο δικαίωμα μιας χώρας να προστατεύσει τον εαυτό της και από την άλλη υπάρχει και μια στάση την οποία έχουμε τηρήσει και ειδικότερα εμείς στο υπουργείο Εξωτερικών, μέσα από ανθρωπιστική βοήθεια και μέσα από τη διασφάλιση ότι αυτή η βοήθεια θα φτάσει στον προορισμό της με κάθε τρόπο. Το έχουμε κάνει, το έχουμε δείξει και στο παρελθόν».
Για τη συνάντηση Μητσοτάκη με Ερντογάν
Τέλος ερωτηθείς σχετικά με την επικείμενη συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, Ελλάδας- Τουρκίας, ο κ. Φραγκογιάννης είπε ότι «είναι η υψηλότερη βαθμίδα συνεργασίας που πρέπει να υπάρχει. Γίνεται παρουσία των ηγετών των δυο χωρών. Άρα λοιπόν, έχουμε μια συνάντηση του Προέδρου Ερντογάν με τον πρωθυπουργό μας τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Θα υπάρχει μια σειρά από υπουργούς οι οποίοι θα ακολουθήσουν τον Πρόεδρο Ερντογάν και θα συναντηθούν με τους αντίστοιχους δικούς μας. Θα υπάρχει μια σειρά από συμφωνίες τις οποίες πρόκειται να υπογράψουμε και επομένως θα κουβεντιάσουν ταυτόχρονα δύο θέματα. Θέματα πολιτικού χαρακτήρα, τα οποία τα χειρίζεται ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών και η ομόλογος μου υφυπουργός Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου και τα θέματα της Θετικής Ατζέντας, τα οποία διαχειρίζομαι εγώ με τον ομόλογό μου, Μπουράκ Ακτσαπάρ».
Ειδικότερα για την Θετική Ατζέντα εξήγησε ότι «είναι κάτι το οποίο το ξεκινήσαμε το 2021. Κατά κάποιο τρόπο έχει αποδώσει καρπούς, διότι μας έχει φέρει στο σημείο που είμαστε σήμερα. Η θετική ατζέντα είναι μια γέφυρα επικοινωνίας και ταυτόχρονα πετυχαίνει τρεις στόχους. Ο πρώτος στόχος είναι η επίλυση των επιμέρους θεμάτων. Το δεύτερο είναι η δημιουργία ενός κλίματος μέσα από το οποίο μπορεί να ανθίσει και η γενικότερη συνεννόηση. Και το τρίτο είναι το γεγονός ότι αποτελεί μια γέφυρα επικοινωνίας που πάντα πρέπει να υπάρχει». Σχετικά με τις προσδοκίες είπε, τέλος, ότι «περιμένουμε να υπογράψουμε κάποιες μικρές και μεγάλες συμφωνίες, να γίνουν κάποιες κοινές ανακοινώσεις και γενικά να επιβεβαιώσουμε τη βούληση των δύο πλευρών να συνεργαστούν στο τομέα αυτόν».