Μπορεί να μην τροφοδότησε εντυπωσιακά «πρωτοσέλιδα» με πηχυαίους τίτλους, αλλά η πρόσφατη επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ρωσία είναι μια εξέλιξη πολλαπλά σημαντική σε όλα τα επίπεδα για τη χώρα μας

Σε μια συγκυρία που οι διεθνείς σχέσεις παρουσιάζουν σημαντικά προβλήματα, οι ισορροπίες μεταξύ Ανατολής και Δύσης γίνονται όλο και πιο λεπτές και εύθραυστες ενώ παράλληλα τα εθνικά μας θέματα βρίσκονται σε κρίσιμη καμπή, η συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον πρόεδρο της Ρωσίας κάθε άλλο παρά ως εθιμοτυπική και βραχυπρόθεσμης αξίας πρέπει να αντιμετωπιστεί. Και μόνο το γεγονός ότι ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ τη χαρακτήρισε ως «ιστορική» λέει από μόνο του πολλά όταν μάλιστα είναι ανέκαθεν γνωστό ότι για τη ρωσική πλευρά και διπλωματία κάθε λέξη έχει το δικό της βάρος. Ιδιαίτερου συμβολισμού είναι και το γεγονός ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός ήταν ο πρώτος ηγέτης και δη Ευρωπαίος που συνάντησε τον κ. Πούτιν ύστερα από μια μακρά περίοδο που ο Ρώσος πρόεδρος δεν είχε καθόλου φυσικές συναντήσεις.

Όπως διεφάνη -ακόμη και από όσους διαβάζουν μετά δυσκολίας πίσω από τις λέξεις- ο Κ. Μητσοτάκης πήγε, κατόπιν πρόσκλησης του ομολόγου του, στη Ρωσία με ένα ρόλο πιο ευρύ από του Έλληνα πρωθυπουργού. Κι αυτό όχι απλώς το αναγνώρισαν οι συνομιλητές του αλλά το επεδίωξαν κιόλας. Η ίδια η Μόσχα είναι που θέλει να στήσει μέσω της Αθήνας «γέφυρα» με την Δύση την ώρα που αναζωπυρώνεται η ψυχροπολεμική απειλή με αιχμή το ζήτημα της Ουκρανίας.
Οι διαχρονικές και στενές φιλικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες και τους δύο λαούς, η ιστορική, πολιτική και πολιτισμική συγγένεια και κοντινότητα των δύο εθνών αποτελούν ένα προνομιακό πεδίο για το λεγόμενο «reset», δηλαδή την επαναφορά, των ελληνορωσικών σχέσεων. Και για να είμαστε δίκαιοι με την αλήθεια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι σχέσεις αυτές χάλασαν σε ένα πρωτοφανή για τη σύγχρονη ιστορία μας βαθμό το 2018 με τις απελάσεις των Ρώσων διπλωματών τις οποίες διέταξε η προηγούμενη κυβέρνηση των κ. Τσίπρα και Κοτζιά. Ούτε βεβαίως πρέπει να σβήνουμε από τη μνήμη μας ότι εξαιτίας αυτής της κρίσης ο τότε πρωθυπουργός είχε κηρυχθεί «ανεπιθύμητος» από τη ρωσική ηγεσία και οι προσπάθειες του να γίνει δεκτός στο Κρεμλίνο απέβαιναν για πολύ καιρό άκαρπες. Συνέβη λοιπόν και αυτό: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επωμίστηκε την ευθύνη να διορθώσει, προς όφελος των εθνικών μας συμφερόντων, τα δεινά που του κληροδότησε και στον τομέα αυτό ο «αριστερός» κ. Τσίπρας. Μετά τη συνάντηση στο Σότσι, φύγαμε και από το ιστορικό χαμηλό των σχέσεων που υπήρχε επί ΣΥΡΙΖΑ…

Η αναγνώριση του ιδιαίτερου ρόλου της Ελλάδας φάνηκε και με την επισήμανση του Βλ. Πούτιν ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε και το ΝΑΤΟ « δεν εμπόδισε ποτέ την ανάπτυξη των διμερών σχέσεων». Το πιο εντυπωσιακό μάλιστα ακούστηκε όταν ο Ρώσος ηγέτης είπε ότι «θα ήταν ευχής έργο να χρησιμοποιήσουμε και στο μέλλον την εμπειρία των Ελλήνων φίλων μας» που αναφορικά με την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ «θα μπορούσαν να παίξουν κάποιο θετικό ρόλο στις σχέσεις μας».

Οι συμφωνίες για την ενέργεια, το εμπόριο και τον τουρισμό αποτέλεσαν το επιστέγασμα της βούλησης για περαιτέρω βελτίωση των διμερών σχέσεων με ο,τι θετικό σημαίνει αυτό από οικονομικής πλευράς για τη χώρα μας. Είναι σαφές ότι μπαίνουμε σε μια νέα περίοδο εμβάθυνσης αυτών των σχέσεων με ευεργετικά αποτελέσματα. Και καθώς φέτος διανύουμε το Έτος Ελλάδας-Ρωσίας, συμφωνήθηκε στο πλαίσιο αυτό από τους δυο ηγέτες να παραταθεί για το πρώτο εξάμηνο του 2022.

Ο άλλος πυλώνας αφορά το ιδιαίτερα ευαίσθητο κομμάτι της διπλωματίας. Σε αυτή τη νέα τροχιά των ελληνορωσικών σχέσεων, η σταθερή προσήλωση της Ρωσίας -όπως εκφράστηκε από τον πρόεδρό της- στα ψηφίσματα του ΟΗΕ, στο Συμβούλιο Ασφαλείας του οποίου είναι μόνιμο μέλος, για το Κυπριακό χαρακτηρίζεται από όλους ως μια βαλβίδα εγγύησης για την Ελλάδα και την Κύπρο. Άλλωστε σε ο,τι αφορά το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, η Μόσχα φαίνεται ότι ακολουθεί μια ισορροπημένη στρατηγική. Με δεδομένες τις ρωσοτουρκικές σχέσεις, το Κρεμλίνο κρατάει την ισορροπία με την Ελλάδα διότι γνωρίζει καλά πως οι Τούρκοι είναι δυνητικά η πραγματική απειλή για τους Ρώσους και τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα στη Μαύρη Θάλασσα, τα Στενά και το Αιγαίο.

Ανακεφαλαιώνοντας, διαπιστώνει κανείς ότι το τρίπτυχο της επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού στη Μόσχα -διεθνής κατάσταση, διμερείς σχέσεις και εθνικά θέματα- συνοδεύθηκε όχι απλώς από θετικά αποτελέσματα αλλά και από τη δημιουργία στέρεου εδάφους για να υπάρξει και η ανάλογη συνέχεια. Μπορεί μάλιστα στο εσωτερικό η μεμψιμοιρία ή και τα αδιέξοδα κάποιων να τους οδηγούν στη στείρα και ανερμάτιστη πολεμική κατά της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού προσωπικά, όπως αποδεικνύεται όμως στην πράξη ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναδεικνύεται σε ηγέτη ευρύτερης εμβέλειας. Χωρίς προκαταλήψεις αλλά με ρεαλισμό, χωρίς αγκυλώσεις και εμμονές αλλά με προτεραιότητα το εθνικό συμφέρον, χωρίς τυμπανοκρουσίες αλλά με σχέδιο και αποτελεσματικότητα. Και απέναντι σε όσους το μόνο που κάνουν είναι να καταστροφολογούν και να υπονομεύουν, η σημερινή κυβέρνηση -παρά τις αντίξοες συνθήκες- κτίζει την Ελλάδα του αύριο πάνω σε γερά θεμέλια. Μια Ελλάδα σύγχρονη και ευημερούσα στο εσωτερικό αλλά ταυτόχρονα και με αναβαθμισμένο ρόλο και παρουσία στο εξωτερικό. Κι αυτό, παρά τα προβλήματα, ο ελληνικός λαός το αντιλαμβάνεται και το επιβραβεύει, σε πείσμα των αρνητών της λογικής και της αλήθειας


* Ο Φώτης Καρύδας είναι δημοσιογράφος, το άρθρο δημοσιεύεται στο Protothema.gr