Ο πρόεδρος της Νέας Αριστεράς, Αλέξης Χαρίτσης προειδοποιεί για «τρομακτικές εξελίξεις» στην εξωτερική πολιτική, όμως η δραματική του αφήγηση μοιάζει να επιλέγει μόνο όσα ταιριάζουν σε ένα πολύ συγκεκριμένο διεθνές αφήγημα. Καταγγέλλει τη συνεργασία με ΗΠΑ, επιτίθεται στις αμυντικές συμφωνίες με Ουκρανία και καταγράφει ως «επικίνδυνη εμπλοκή» κάθε κίνηση που ενισχύει τον δυτικό προσανατολισμό της Ελλάδας. Την ίδια στιγμή, αποφεύγει κάθε κριτική στη ρωσική επιθετικότητα στην Ευρώπη, σαν η μόνη απειλή να γεννιέται από τις δυτικές συμμαχίες.

Ο λόγος του θυμίζει περισσότερο ανησυχία για τις σχέσεις με τη Μόσχα παρά για την ασφάλεια της χώρας. Αντί για αποστασιοποιημένη ανάλυση διεθνών ισορροπιών, η στάση του παρουσιάζει την Ελλάδα ως υποχρεωμένη να μην «ενοχλεί» τη Ρωσία, ακόμα και όταν αυτή εισβάλλει σε γειτονική χώρα και αναδιαμορφώνει σύνορα με στρατιωτική ισχύ. Η υπεράσπιση της «ειρήνης» χρησιμοποιείται όχι για την προάσπιση του διεθνούς δικαίου, αλλά ως μοχλός κατά της δυτικής συνεργασίας - μια ρητορική που συμπωματικά εξυπηρετεί ακριβώς τα σημεία κριτικής της Κρεμλινικής προπαγάνδας.

Παράλληλα, η επίθεση προς στρατηγικές συμμαχίες, όπως αυτές που αφορούν την ενέργεια, εμφανίζεται σαν δήθεν απόπειρα προστασίας «εθνικού συμφέροντος». Όμως οι ενεργειακές συμφωνίες που απομονώνουν την Ελλάδα από εξάρτηση από τρίτες δυνάμεις αποτελούν, κατά τον Χαρίτση, «κινδύνους». Η άρνηση διαφοροποίησης της ενεργειακής πολιτικής λειτουργεί τελικά υπέρ ποιου; Σίγουρα όχι υπέρ μιας χώρας που επιδιώκει ενεργειακή αυτονομία.

Τέλος, η καταγγελία περί δήθεν «πολεμικής εμπλοκής» μέσω συνεργασίας με την Ουκρανία φαίνεται να ξεχνά την απλή πραγματικότητα: μια εισβολή δεν αποτρέπει τη χώρα που δέχεται επίθεση από το να αναζητά συμμαχίες. Η κριτική Χαρίτση δεν λειτουργεί ως υπεράσπιση της ειρήνης, αλλά ως άρνηση στήριξης ενός κράτους που πολεμά για την κυριαρχία του. Έτσι, ο πολιτικός του λόγος δεν στρέφεται απέναντι στον εισβολέα· στρέφεται απέναντι σε όσους αντιστέκονται στον εισβολέα.