To Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης απέρριψε, με απόφασή του που δημοσιεύθηκε χθες, την αγωγή αποζημίωσης κατόχων ελληνικών χρεογράφων, οι οποίοι μετείχαν στην αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους το 2012.

Το σκεπτικό του ήταν ότι οι ζημίες που υπέστησαν αντιστοιχούν στους κινδύνους που απορρέουν από εμπορικές δραστηριότητες στον χρηματοπιστωτικό κλάδο και δεν αδικήθηκαν σε σχέση με άλλους κατόχους χρεογράφων, ενώ ως προς την ευθύνη του Eurogroup το δικαστήριο δήλωσε αναρμόδιο, λόγω του άτυπου χαρακτήρα του.

Το PSI του 2012 αφορούσε την οικειοθελή ανταλλαγή, με «κούρεμα» 53,5% της αξίας των χρεογράφων που κατείχαν οι ιδιώτες πιστωτές. Βάσει των «ρητρών συλλογικής δράσης» CAC κατέστη υποχρεωτική η ανταλλαγή τίτλων και για ιδιώτες επενδυτές που είχαν απορρίψει την προσφορά οικειοθελούς ανταλλαγής, μεταξύ των οποίων οι ενάγοντες στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Οι τελευταίοι, με την αγωγή τους ζητούσαν να αποκατασταθεί η ζημία που φέρονται να υπέστησαν ως αποτέλεσμα της εφαρμογής υποχρεωτικής ανταλλαγής κρατικών χρεογράφων, λόγω συμπεριφοράς ή πράξεων του Eurogroup, του προέδρου του, των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων της Ευρωζώνης και της Επιτροπής.

Στην απόφασή του (στην υπόθεση Τ-147/17 Αναστασόπουλος κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής), το ΓΔΕΕ επικαλείται τον άτυπο χαρακτήρα του Eurogroup και σημειώνει ότι οι δηλώσεις του «δεν μπορούν να καταλογιστούν στην Ενωση, με αποτέλεσμα το ΓΔΕΕ να μην έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της νομιμότητάς τους, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης, με σκοπό την εκτίμηση της ανάληψης πιθανής εξωσυμβατικής ευθύνης».

«Παρομοίως», συνεχίζει η ανακοίνωση του ΓΔΕΕ, «λόγω του διακυβερνητικού της χαρακτήρα, η κοινή δήλωση των αρχηγών κρατών-μελών με νόμισμα το ευρώ, στη σύνοδο κορυφής της ζώνης του ευρώ, δεν εμπίπτει στο δίκαιο της Ενωσης».

«Επιπλέον, ούτε στην Επιτροπή μπορούν να καταλογισθούν οι επίμαχες πράξεις».

Σε ότι αφορά, εξάλλου, την προβαλλόμενη από τους ενάγοντες κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, το Δικαστήριο επισήμανε ότι «οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι βρίσκονταν σε κατάσταση  διαφορετική από εκείνη άλλων ιδιωτών κατόχων ελληνικών χρεογράφων, συμπεριλαμβανομένων των νομικών προσώπων».

«Τέλος», το δικαστήριο σημειώνει, «η ζημία την οποία προβάλλουν οι ενάγοντες αντιστοιχεί στους οικονομικούς κινδύνους που συνήθως απορρέουν από τις εμπορικές δραστηριότητες στον χρηματοπιστωτικό κλάδο (συναλλαγές επί εμπορεύσιμων κρατικών χρεογράφων), πράγμα που ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση που ένα κράτος εμφανίζει, όπως η Ελλάδα το 2009, μειωμένη πιστοληπτική διαβάθμιση».

Σημειώνεται ότι μπορεί να ασκηθεί αναίρεση κατά της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου εντός δύο μηνών.

Πηγή: kathimerini.gr