Την άποψη ότι πρέπει πρώτα να προχωρήσουμε σε ανασκαφή του Συντάγματος πριν το αναθεωρήσουμε, διατύπωσε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, αναπληρωτής Πρωθυπουργός, Υπουργός Εξωτερικών την περίοδο 2013-2015 και καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Μιλώντας στο 8o Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών που πραγματοποιείται στους Δελφούς 26 – 29 Απριλίου και τελεί υπό την Αιγίδα της Προέδρου της Δημοκρατίας Α.Ε. Κατερίνας Σακελλαροπούλου, ο κ. Βενιζέλος υποστήριξε ότι δεν υπάρχουν σήμερα σοβαρά θέματα για τα οποία ο νομοθέτης χρειάζεται την αναθεώρηση του Συντάγματος, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν μπορεί να ξεκινήσει καμία διαδικασία πριν από το τέλος Νοεμβρίου 2024.
Συνδέοντας την ενδεχόμενη αναθεώρηση με το πολιτικό σκηνικό, σημείωσε ότι υπάρχει αυτή τη στιγμή ένα πραγματικό πρόβλημα και αυτό είναι η έλλειψη της συναίνεσης που απαιτείται για να βρεθούν οι συγκλίσεις, ώστε να υπάρξει πραγματική αναθεώρηση σε όποιες διατάξεις απαιτούνται. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης με τη δημοσιογράφο της Καθημερινής, Ιωάννα Μάνδρου, αναφέρθηκε σε μεταπλειοψηφικές συναινέσεις που θα επιτρέψουν στην πραγματικά αναθεωρητική Βουλή να διαμορφώνει ουσιαστικές πλειοψηφίες, στις οποίες θα στηρίζονται οι όποιες αναθεωρητέες διατάξεις. «Η φιλελεύθερη δημοκρατία πρέπει να είναι πραγματικά φιλελεύθερη και μεταπλειοψηφική, όχι φοβική. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν οι συναινέσεις» δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Βενιζέλος.
Σχολιάζοντας τα σχέδια που ακούγονται για έξοδο από το ευρώ και έκδοση εθνικού νομίσματος, τόνισε ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να επιστρέψει στο 2015 και να αποτελέσει ξανά το απολωλός πρόβατο. «Πρέπει να συμμαζέψουμε τη συζήτηση» ήταν το μήνυμα που έστειλε. «Έχουμε κάνει σοβαρά βήματα προς τα πίσω στον πολιτικό πολιτισμό. Διατηρείται ακόμα η οξύτητα από τα χρόνια των μνημονίων και πρέπει να κηρυχθεί η λήξη της περιόδου τοξικότητας στον δημόσιο λόγο» συμπλήρωσε ο κ. Βενιζέλος.
Στη δική του συζήτηση με την κυρία Μάνδρου, ο Μιχάλης Καλογήρου, Yπουργός Δικαιοσύνης την περίοδο 2018-19, υπογράμμισε πως η κυβέρνηση ανέλαβε να νομοθετήσει μόνη της. «Η διαφορά της δικής μας πρότασης ήταν συγκεκριμένη ως προς τις προϋποθέσεις για τη συμμετοχή καταδικασμένων προσώπων στις εκλογές. Χρειάστηκαν δύο τροπολογίες που ήρθαν πριν το κλείσιμο της Βουλής, γιατί η πρώτη ρύθμιση ήταν ατελής» είπε ο κ. Καλογήρου.
Τόνισε πως δεν οδηγεί καμία κυβέρνηση κανέναν σε δίκη, καμία πολιτική ηγεσία δεν μπορεί να αναλάβει τη ευθύνη για την καθυστέρηση μιας δίκης, καμία κυβέρνηση δεν καταδικάζει και δεν μπορεί να πανηγυρίζει επειδή στη θητεία της εκδόθηκε μια απόφαση. «Ή θα μιλάμε για διάκριση εξουσιών ή αλλιώς θα έχουμε μικροπολιτικά αφηγήματα» συμπλήρωσε ο κ. Καλογήρου.
Σαφέστατα δικαστική και σε καμία περίπτωση πολιτική, χαρακτήρισε την απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου για τον πρώην Υπουργό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, Νίκο Παππά, ο Μιχάλης Πικραμένος, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας. «Η εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού έγινε από τα μέλη του δικαστηρίου. Πρόκειται για μία συνταγματική και ποινική απόφαση μαζί» είπε ο κ. Πικραμένος. Εξήγησε πως το συνταγματικό μέρος της απόφασης δεν έχει δεχθεί τα φώτα της δημοσιότητας, ένα μέρος, όπου οι δικαστές θέτουν τα όρια μεταξύ πολιτικού προσώπου και Υπουργού και ειδικά όσον αφορά τη ραδιοτηλεόραση και τον Τύπο. Προσέθεσε πως οι ερμηνευτικές αυτές σκέψεις είναι πολύ σημαντικές για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Δήλωσε ανοιχτός στην κριτική, λέγοντας πως ο ίδιος γίνεται σοφότερος, ενώ ξεκαθάρισε πως ο δικαστικός λειτουργός δεν νοείται να κάνει διάλογο με τα πολιτικά πρόσωπα. Όσον αφορά στο ενδεχόμενο αλλαγής του τρόπου επιλογής δικαστών, εκτίμησε πως εάν κληθεί το δικαστικό σώμα να επιλέξει τους ανώτατους δικαστές μπορεί να διαρραγεί, να δημιουργηθούν ομαδοποιήσεις και κλίκες, με ότι αυτό συνεπάγεται για την προστασία του πολίτη.
Την άποψη ότι ο δικαστής δεν αρκεί να είναι δίκαιος, αλλά πρέπει να είναι και αποτελεσματικός, εκδίδοντας αποφάσεις σε εύλογο χρονικό διάστημα, εξέφρασε ο Πρόεδρος του Ελληνικού Ελεγκτικού Συνεδρίου, Ιωάννης Σαρμάς. «Η δικαιοσύνη δεν απονέμεται γρήγορα για δύο λόγους, πρώτον γιατί έχουμε πάρα πολλές υποθέσεις και δεύτερον γιατί καθυστερούν οι δικαστές» σημείωσε χαρακτηριστικά, κατά τη διάρκεια συζήτησης που συντόνισε η Ιωάννα Μάνδρου, δημοσιογράφος της εφημερίδας Καθημερινή.
Έκανε λόγο για έναν πόλεμο με πολλές μάχες, υποστηρίζοντας πως αν τις χάνουμε πρέπει να συνεχίσουμε με άλλο τρόπο για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της βραδύτητας στην ελληνική δικαιοσύνη. «Δεν χρειαζόμαστε περισσότερους δικαστές, αλλά καλύτερες διαδικασίες και μεγαλύτερη ταχύτητα» τόνισε ο κ. Σαρμάς. Προσέθεσε πως το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει εκπονήσει μέχρι σήμερα 24 εκθέσεις για τις παθογένειες στη λειτουργία του κράτους, όπως για τη λειτουργία των ΜΕΘ, το πρόγραμμα βοήθεια στο σπίτι ή το γιατί δεν χρηματοδοτούν οι τράπεζες την πραγματική οικονομία, λέγοντας πως θα μπορούσαν να ήταν χρήσιμες αν οι συστάσεις εφαρμόζονταν από την κυβέρνηση.
Στη δική του τοποθέτηση ο Γιάννης Κτιστάκης, δικαστής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για ζητήματα σχετικά με την Ελλάδα, υποστήριξε πως αν η συνταγματική αναθεώρηση ανοίξει και εφόσον τεθεί ζήτημα δικαιοσύνης, το παράδειγμα θα πρέπει να έρθει από τη νομολογία των ευρωπαϊκών δικαστηρίων, καθώς δεν νοούνται αυτοσχεδιασμοί. Τόνισε πως ελάχιστοι προσφεύγουν για την καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης, εξηγώντας πως «οι διάδικοι φοβούνται να δυσαρεστήσουν τους δικαστές, για τους οποίους έχουν παράπονα». Μίλησε επίσης για συντεχνιακό πνεύμα μεταξύ των δικαστών που δεν βοηθάει ούτε τη δικαιοσύνη ούτε τους θεσμούς.