Το έγκλημα της 23ης Ιουλίου 2018 θα στοιχειώνει πολλές γενιές. Λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της Αθήνας, σε ένα από τα κοντινά θέρετρα αναψυχής, μέσα σε λίγες ώρες γράφτηκε μια από τις πιο μαύρες τραγωδίες στην ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Από την πυρκαγιά που ξεκίνησε στους πρόποδες της Πεντέλης και έφτασε έως τη θάλασσα, στις ανατολικές ακτές της Αττικής και συγκεκριμένα στο Μάτι και τη Ραφήνα, 104 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και εκατοντάδες άλλοι τραυματίστηκαν ή ζουν ακόμη και σήμερα με τον εφιάλτη της φωτιάς και με τα σημάδια που αυτή άφησε στο σώμα τους. Ακόμη μεγαλύτερες ήταν βεβαίως οι υλικές ζημιές, καθώς σχεδόν ολόκληρη η περιοχή καταστράφηκε και ακόμη μετρά τις πληγές της, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες όσων κατοίκων απέμειναν να την αναγεννήσουν.
Η ώρα της ετυμηγορίας
Σχεδόν έξι χρόνια μετά, αυτές τις μέρες φτάνει η ώρα της ετυμηγορίας εκ μέρους της Δικαιοσύνης και το αιώνιο ερώτημα που παραμένει αναπάντητο είναι εάν θα πληρώσουν οι υπεύθυνοι αυτής της τραγωδίας. Οι πολιτικές ευθύνες έχουν ούτως ή άλλως αποδοθεί: το ξεδιάντροπο σόου που στήθηκε μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες την ώρα που εκατοντάδες οικογένειες ήδη θρηνούσαν τους δικούς τους ανθρώπους ή αγωνιούσαν για την τύχη τους θα βαρύνει όλους όσοι συμμετείχαν σ’ αυτό. Με πρώτο βέβαια τον τότε πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος επίσης πρώτος απέκρυψε επιμελώς όσα αποδείχθηκαν και στην αίθουσα του δικαστηρίου πως ήταν γνωστά για την εκατόμβη των νεκρών την ώρα της «τηλεοπτικής» σύσκεψης στο συντονιστικό κέντρο της Πυροσβεστικής και όμως εκείνος ρωτούσε πότε θα πετάξουν το άλλο πρωί τα αεροπλάνα για να σβήσουν τη φωτιά – η οποία βέβαια είχε ήδη σβήσει, μη έχοντας κάτι άλλο να κάψει...
Η εισαγγελική πρόταση
Ωστόσο η πρόταση του εισαγγελέα της έδρας ξένισε πολλούς, τουλάχιστον σε σχέση με όσα είχαν διαφανεί από την αρχική διεύρυνση του κατηγορητηρίου και τις μαρτυρικές καταθέσεις στο ακροατήριο. Αυτή είναι πρωτίστως η εκτίμηση νομικών κύκλων, αλλά το ίδιο λέει και το κοινό περί δικαίου αίσθημα, το οποίο εντούτοις πολλές φορές είναι υποκειμενικό και στη συγκεκριμένη περίπτωση σίγουρα επηρεάζεται συναισθηματικά και από το δράμα των συγγενών και των οικείων των 104 νεκρών.
Ο λόγος στο δικαστήριο
Ανάμεσα στα πρόσωπα που πρότεινε συγκεκριμένα ν’ αθωωθούν ο εισαγγελέας είναι η τότε περιφερειάρχης Ρένα Δούρου και ο τότε γενικός γραμματέας Πολιτικής Προστασίας Γιάννης Καπάκης, καίτοι και οι δύο είχαν άμεση εμπλοκή εκ της θέσεώς τους στην υπόθεση. Σύμφωνα με το σκεπτικό του εισαγγελέα, η κυρία Δούρου είχε μόνη αρμοδιότητα τη συντήρηση της Λεωφόρου Μαραθώνος, ενώ δεν είχε ευθύνη για τη μη έγκαιρη εκκένωση της περιοχής, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα γι’ αυτό –σύμφωνα πάντα με τον εισαγγελέα– ανήκε στην Πυροσβεστική. Ανάλογο ήταν το σκεπτικό του και για τον κ. Καπάκη, με αποτέλεσμα η ευθύνη και η ενοχή, σύμφωνα με το νόμο και την ετυμηγορία του δικαστικού λειτουργού, να βαρύνει αποκλειστικά τα υπηρεσιακά στελέχη της Πυροσβεστικής και ορισμένα από τα στελέχη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Σ’ αυτά δεν συγκαταλέγεται ο τότε δήμαρχος Μαραθώνα Ηλίας Ψινάκης, για τον οποίο επίσης ο εισαγγελέας δέχθηκε ότι δεν είχε ευθύνες ανάλογες με των προσώπων στα οποία καταλόγισε ενοχή και τον τελικό λόγο θα έχει πλέον το δικαστήριο, καθώς η ετυμηγορία του εισαγγελέα δεν είναι δεσμευτική για την έκδοση της απόφασης. Σε κάθε περίπτωση, όποια κι αν είναι η απόφαση δεν μπορεί ν’ απαλύνει την οδύνη για το χαμό των 104 συμπολιτών μας και να οδηγήσει στη συνειδητοποίηση για τους οικείους τους ότι θα ζουν χωρίς αυτούς που χάθηκαν τόσο άδικα...
Δραματικές καταθέσεις
Για ολόκληρους μήνες άλλωστε, στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας εκτυλίχθηκαν δραματικές σκηνές με τις καταθέσεις επιζώντων της τραγωδίας και συγγενών των θυμάτων. Ακρως διαφωτιστικές για όλες τις πτυχές της τραγωδίας ήταν ωστόσο ακόμη και οι απολογίες των κατηγορουμένων, από τις οποίες κυρίως φάνηκαν ξεκάθαρα δύο πράγματα: το χάος και η πλήρης απουσία συντονισμού του κρατικού μηχανισμού το μοιραίο εκείνο απόγευμα, αλλά και η υποκρισία του τότε πρωθυπουργού και του μισού Υπουργικού Συμβουλίου σε απευθείας τηλεοπτική σύνδεση κι ενώ ήδη είχε αρχίσει να γίνεται γνωστή η τρομερή αλήθεια – έστω και όχι στο βαθμό που αποδείχθηκε με το φως της επόμενης μέρας.