Υπήρχαν νεκροί, κανείς δεν το έλεγε δημοσίως λες και κάτι περίμεναν ν’ αλλάξει, κάτι που δεν θα προκαλούσε τόσες ρωγμές στην εικόνα που οι ίδιοι πίστευαν ότι είχε  τότε κυβέρνηση και προσωπικά ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας.

Κώστας Δημητράκος

Τα μεσάνυχτα της 23ης προς 24η Ιουλίου 2018 δεν γράφτηκε μόνο μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του 21ου αιώνα παγκοσμίως, όταν 102 άνθρωποι έχασαν τη ζωή στην πυρκαγιά στο Μάτι και το βαρύ πέπλο της απώλειας σκεπάζει από τότε τις ζωές των συγγενών και των φίλων τους. Γράφτηκε, επίσης, και μία από τις χειρότερες σελίδες στην πολιτική ζωή της χώρας. Ενός πολιτικού τακτικισμού που προσπαθούσε –μέχρι τη στιγμή που δεν άντεχε πλέον να κρύβεται– να κατασκευάσει μια διαφορετική πραγματικότητα, πιο βολική, με όσο το δυνατόν μικρότερο πολιτικό κόστος καθώς αυτό φάνηκε να ενδιαφέρει περισσότερο εκείνες τις ώρες.

Τα πρόσωπα του Αλ. Τσίπρα, του Παύλου Πολάκη, του Νίκου Τόσκα, του Πάνου Σκουρλέτη, του Δημ. Τζανακόπουλου, του Σωκ. Φάμελου, γύρω από το τραπέζι του Συντονιστικού Κέντρου, πρόδιδαν τα πάντα χωρίς να λένε τίποτα. Υπήρχαν νεκροί, κανείς δεν το έλεγε δημοσίως λες και κάτι περίμεναν ν’ αλλάξει, κάτι που δεν θα προκαλούσε τόσες ρωγμές στην εικόνα που οι ίδιοι πίστευαν ότι είχε  τότε κυβέρνηση και προσωπικά ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Αγνωστο το τι είχαν προσπαθήσει να διαφυλάξουν. Και μάλιστα με αυτόν τον συγκλονιστικό τρόπο. Της απόκρυψης του θανάτου ανθρώπων στις φλόγες.

Με λίγα λόγια:

Από τις 19:50 οι πυροσβέστες και οι εθελοντές ενημέρωναν διαρκώς για την ύπαρξη νεκρών και τραυματιών, ζητούσαν επιμόνως νεκρόσακους. Και η τότε πολιτική ηγεσία της χώρας, εκείνη την ώρα της ανείπωτης τραγωδίας, παρουσία του πρωθυπουργού, έκανε επισήμως λόγο για «αγνοούμενους». Αρκετά αργότερα βγήκαν στη δημοσιότητα οι συνομιλίες από τους ασυρμάτους. Οι φωνές των εθελοντών και των πυροσβεστών, ξέπνοες σχεδόν, ενημέρωναν: «Τέσσερις νεκροί στην οδό Πανός», «Εξι απανθρακωμένοι στο Κόκκινο Λιμανάκι». Και μια τρεμάμενη φωνή ενός εθελοντή καταγράφηκε να λέει: «Εχει νεκρούς, αλλά δεν τους ανακοινώνουν».

Υποχρεωτική επιστροφή

Στο Κέντρο Επιχειρήσεων, αν δεν υπήρχε η υποψία της συγκλονιστικής τραγωδίας, όλα θα έμοιαζαν με θέατρο σκιών. Ο Ελληνας πρωθυπουργός εκείνη την ημέρα βρισκόταν στο Μόσταρ της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης για να βραβευτεί, «για τη συνεισφορά του στη διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή των Βαλκανίων», από τον πρόεδρο του Συμβουλίου Υπουργών της χώρας, Ντενίς Ζβίζντιτς. Σύμφωνα με το πρόγραμμα της εκδήλωσης, ο Αλ. Τσίπρας και ο Ζόραν Ζάεφ θα υπέγραφαν τη Χάρτα Ειρήνης μεταξύ των δύο χωρών, θα περπατούσαν στην εμβληματική «Παλαιά Γέφυρα», η οποία είχε καταστραφεί στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας και ήταν το παραδοσιακό σημείο συνάντησης Σέρβων και Βοσνίων. Η γέφυρα είχε ανοικοδομηθεί και αποτελούσε σύμβολο ειρήνης. Εξ αυτού και οι Αλ. Τσίπρας και Ζ. Ζάεφ θα περπατούσαν κατά μήκος του ποταμού και συμβολικά θα έριχναν στα νερά του λουλούδια. Αργά το βράδυ, γύρω στις 10 ο Αλ. Τσίπρας θα απηύθυνε μια σύντομη ομιλία δέκα λεπτών κατά τη διάρκεια δείπνου και αργότερα θα επιβιβαζόταν στο αεροπλάνο για την Αθήνα.

Στο μεταξύ, όμως, είχαν ανάψει τα τηλεφώνα από την Αθήνα. Αρχικά τον είχαν ενημερώσει για τη φωτιά στο Μάτι και αργότερα του είχαν πει ότι επρόκειτο για μία ανεξέλεγκτη κατάσταση και ότι κανείς δεν ήξερε τις συνέπειες που μπορεί να είχε. Ο ίδιος, όπως είχε πει αργότερα σε συνέντευξή του στον ΣΚΑΙ, «βρέθηκε από το αεροπλάνο στο Κέντρο Επιχειρήσεων και ότι το μόνο που ήξερε ήταν πως υπήρχαν φήμες που έλεγαν ότι ίσως ένας ή δύο άνθρωποι είχαν χάσει τις ζωές τους από αναθυμιάσεις». Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.

Σε ζωντανή σύνδεση

Και η πραγματική ανθρώπινη τραγωδία μόλις είχε αρχίσει να εκτυλίσσεται μαζί με την πολιτική. Η ώρα ήταν περασμένες 23:30 όταν ο Αλ. Τσίπρας πέρασε την πύλη του Κέντρου Επιχειρήσεων. Σχεδόν αμέσως ειπώθηκε ότι ο «πρωθυπουργός πρώτα θα ενημερωθεί και μετά θα κάνει δηλώσεις». Ο Αλ. Τσίπρας κάθισε στην κορυφή του τραπεζιού σε εκείνη την ιστορική για τα δεδομένα της σύγχρονης Ελλάδας. Οι κάμερες άνοιξαν σε ζωντανή σύνδεση. Ενημερώθηκε για την έναρξη, την εξέλιξη της πυρκαγιάς, τις προσπάθειες των πυροσβεστών και των εθελοντών. Αν δεν υπήρχαν τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ και υπήρχε μόνο η ζωντανή εικόνα από εκείνη τη σύσκεψη-παρωδία θα νόμιζε κανείς ότι επρόκειτο για πλάνα αρχείου. Οτι ήταν στιγμιότυπα από κάποια σύσκεψη για άλλη πυρκαγιά που είχε τεθεί υπό έλεγχο και όλα είχαν λειτουργήσει ρολόι, χωρίς κανένα πρόβλημα.

Μόνο που εκείνες τις ώρες οι άνθρωποι έτρεχαν στη θάλασσα για να σωθούν, άλλοι κολυμπούσαν επί ώρες στα σκοτεινά νερά με μόνο φως τη λάμψη από τις αδηφάγες φλόγες, με την ελπίδα να γίνει ένα θαύμα. Αλλοι κυκλωμένοι από τις φωτιές, χωρίς κανέναν συντονισμό, κανένα προειδοποιητικό μήνυμα, καμία βοήθεια, ήταν κλεισμένοι στα αυτοκίνητά τους κι έκαναν απελπισμένους γύρους στους ίδιους δρόμους προσπαθώντας να απεγκλωβιστούν, σαν διαδρομές μέσα σε πύρινες παγίδες. Την ώρα που εξελισσόταν η σύσκεψη στο Κέντρο Επιχειρήσεων, ο αριθμός των νεκρών είχε φτάσει ή και ξεπεράσει τους 40. Και η επίσημη ενημέρωση έκανε λόγο για «έναν ή δύο που είχαν πεθάνει από αναθυμιάσεις» ενώ ο πρωθυπουργός της χώρας έκανε ερωτήσεις τύπου «τι ώρα θα πετάξουν τα Καναντέρ».

Αργότερα ειπώθηκε ότι ουδείς γνώριζε ότι θα γινόταν ζωντανή σύνδεση και γι’ αυτό όταν οι υπουργοί το κατάλαβαν, κυριεύτηκαν από αμηχανία και δεν ήξεραν τι και πώς να το πουν στον πρωθυπουργό. Ουδείς από τους παρευρισκόμενους δεν έλαβε την οποιαδήποτε πρωτοβουλία ώστε η διαχείριση της τόσο δύσκολης κατάστασης να γίνει βάσει επαγγελματισμού και πρωτοκόλλων διαχείρισης κρίσεων, τα οποία προβλέπουν το ένα και μοναδικό εργαλείο για όλες τις σύγχρονες κοινωνίες: ειλικρίνεια στους πολίτες, συντονισμός και αποφασιστικότητα. Αντ’ αυτών, ήταν απολύτως σαφές σε όποιον παρακολουθούσε τη ζωντανή σύνδεση ότι η διάχυτη αμηχανία στα πρόσωπα όλων έκανε απέλπιδες προσπάθειες να κρύψει την… άγνωστη μέχρι εκείνη την ώρα πραγματικότητα.

Γενικολογία

Οταν ο πρωθυπουργός βγήκε τα ξημερώματα, μετά από τέσσερις ώρες παραμονής στο Κέντρο Επιχειρήσεων, αναφέρθηκε γενικώς στις «ασύμμετρες διαστάσεις του φαινομένου».

Στο μεταξύ, η τραγωδία εξελισσόταν. Και όπως μάθαμε, καιρό αργότερα, από το ίδιο το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών σχετικά με τη διερεύνηση για την απόδοση ευθυνών, τα στελέχη των υπηρεσιών γνώριζαν από τις 16:41 ότι είχε ξεκινήσει η πυρκαγιά στο Νταού Πεντέλης σε κατοικημένη περιοχή και κινδύνευαν άνθρωποι. Παρ’ όλα αυτά, έστελναν ή έκαναν εκτροπές εναερίων μέσων σε πυρκαγιές όπου γνώριζαν πως δεν υπήρχε κίνδυνος ζωής. Ενας από τους κατηγορουμένους ως διοικητής εναερίων μέσων, τότε, είχε στη διάθεσή του δύο ελικόπτερα που μπορούσαν να συνδράμουν και στην κατάσβεση και στη διάσωση των πολιτών. Εμειναν όμως καθηλωμένα στο «Ελ. Βενιζέλος» ενώ ο ίδιος, σύμφωνα με το βούλευμα, την ώρα της φωτιάς έκανε ξενάγηση σε μια γυναίκα στις εγκαταστάσεις της υπηρεσίας και στη συνέχεια πήγαν για καφέ στην καφετέρια του αεροδρομίου. Ακόμα ένας κατηγορούμενος βρισκόταν στην Κινέτα και ενώ είχε πάρει εντολή στις 17:00 να μεταβεί στο Μάτι προκειμένου να συνδράμει σε επιχείρηση διάσωσης των πολιτών, δεν πήγε ποτέ, όπως απέδειξε και το GPS. Παρέμεινε αδικαιολόγητα ακινητοποιημένος στην παραλία της Κινέτας έως τις 21:00. Ο ίδιος, αργότερα, πήρε και προαγωγή.

Είναι βέβαιο ότι εκείνο το βράδυ του Ιουλίου 2018 δεν θα σβηστεί ποτέ από τη νεότερη ελληνική ιστορία. Και όχι μόνο από την καθημερινή ιστορία των ανθρώπων. Αλλά και από τις σελίδες τις σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας…